28/5/08

Εκπομπή:Παιδεία, έρευνα, τεχνολογία

Προσκεκλημμένοι της εκπομπής είναι:
Ο Γενικός Γραμματέας Έρευνας και Τεχνολογίας Γιάννης Τσουκαλάς
Ο Πρόεδρος του Αστεροσκοπείου Αθηνών Χρήστος Ζερεφός
Ο καθητής του Πανεπιστημίου Κρήτης και ερευνητής του ΙΤΕ κ Χαράλαμπος Σαβάκης
Ο πρόεδρος του ΕΚΕΤΑ κ. Κων Κυπαρρισίδης
Επρόκειτο να συμμετάσχει και ο πρύτανης του ΑΠΘ κ. Αν Μάνθος αλλά, όπως γνωρίζετε βρίσκεται στο νοσοκομείο μετά τα θλιβερά επεισόδια σήμερα στο Πανεπιστήμιο.

Θα συνομιλήσουμε επίσης τηλεφωνικά με τους:
Ιωάννη Γεροθανάση πρύτανη Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Ιωάννη Παλλίκαρη, πρύτανη πανεπιστημίου Κρήτης
Σταύρο Κουμπιά, πρύτανη πανεπιστημίου Πατρών

Εδώ μπορείτε να στέλνετε τις ερωτήσεις σας.

Εκπομπή:Παιδεία, έρευνα, τεχνολογία

26/5/08

Έρευνα, τεχνολογία και παιδεία

Την Τετάρτη έχουμε και καλό πάνελ και καλό θέμα συζήτησης στην εκπομπή.
Θα μιλήσουμε για την έρευνα, την τεχνολογία και την παιδεία και προσκεκλημμένοι θα είναι άνθρωποι που ασχολούνται και γνωρίζουν χρόνια το θέμα της συζήτησης.
Αναπτύξτε σας παρακαλώ τον προβληματισμό σας και διατυπώστε τα ερωτήματά σας.
Ευχαριστώ.

Π.Σαβ

23/5/08

Τελείωσε η αμερικανική εποχή;

Ο τίτλος του άρθρου αποτελεί τον κεντρικό άξονα του αφιερώματος του τελευταίου τεύχους του έγκυρου αμερικανικού περιοδικού "Foreign Affairs" το οποίο αξίζει να διαβάσουμε.
Εκτός και αν πιστεύουμε πως ό,τι γράφεται και λέγεται απο αμερικανούς είναι κακό. (Η ταπεινότης μου πέρασε μια τέτοια πολιτική περίοδο).
Παρακολούθησα για λίγο ένα πολύ ενδιαφέρον συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη για την ενέργεια, γενικά, αλλά κυρίως για τη γεωπολιτική των αγωγών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.
Διαπίστωσα, και απο συζητήσεις που είχα πως για πρώτη φορά, η Αμερική βρίσκεται σε μειονεκτική θέση στη διαμόρφωση των γεωπολιτικών ισορροπιών και τούτο διότι ούτε η ίδια ούτε οι δυνάμεις που επιθυμεί να ενισχύσει διαθέτουν μεγάλα αποθέματα φυσικού αερίου.
Αντιθέτως, πρώτη δύναμη σε αυτού του είδους τα αποθέματα, είναι η Ρωσία.
Απο μια άποψη το γεγονός αυτό βοήθησε τη Ρωσία να ανακάμψει και σιγά σιγά να επανέλθη στο διεθνή στίβο ως μεγάλη δύναμη, κάτι που το σύστημα ισορροοπίας το χρειαζόταν.
Απο την άλλη αυτή η ισορροπία πρέπει να διαμορφωθεί προσεκτικά για να μην πέσουμε απο την αλλαζονία της μιας υπερδύναμης στην αλλαζονία μιας άλλης δύναμης.
Σήμερα το βράδυ 7.30 μμ (Παρασκευή 23 Μαίου), στον "Ιανό",παρουσιάζουμε (ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο πρύτανης του πανεπιστημίου Μακεδονίας Ηλίας Κουσκουβέλης και η ταπεινότης μου) το βιβλίο του Δημήτρη Καιρίδη, επίκουρου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας: "Η Αμερικανική εξωτερική πολιτική και η συντηρητική αντεπανάσταση".
Το έχω διαβάσει το βιβλίο. Κάναμε, μάλιστα, και εκπομπή με το θεμα αυτό. Καλύπτει ένα κενό στη βιβλιογραφία και είναι πολύ αξιόλογο.
Περιγράφει πότε άρχισε να διαμορφώνεται ως τάση, ως αντίληψη στην αμερικανική κοινωνία αυτό που επι κυβερνήσεως Μπούς ονομάσαμε neocon, νεοσυντηρητικοί δηλαδή και οδήγησε στις περιπέτειες στις οποίες έχει μπει η Αμερική και όχι μόνο.
Αυτά τα τρία, λοιπόν, το αφιέρωμα του Foreign Affairs, το συνέδριο του Ινστιτούτου Νοτιοανατολικής Ευρώπης για την Ενέργεια και βασικά στοιχεία του βιβλίου του Καιρίδη θα αποτελέσουν τις επόμενες μέρες το θέμα που θα αναρτήσουμε για συζήτηση. Ελπίζω να σας ενδιαφέρει.

Π.Σαβ.

21/5/08

Τουρκία και μειονότητες (3)

ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΣΤΕΛΝΕΤΕ ΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΑΣ

Τουρκία και μειονότητες (2)

Κατ αρχάς δηλώνω έκπληκτος απο το βάθος του προβληματισμού που αναπτύσσουν οι bloggers συνομιλητές στα θέματα που συζητούμε.
Ο φίλος μου ο aspic μίλησε για τον εικονικό κόσμο του internet αλλά πολύ φοβάμαι πως εικονικός είναι ο κόσμος που έχουμε στο κεφάλι μας οι δημοσιογράφοι και πως ο κόσμος του internet είναι ο πραγματικός.
Απο τις 11 Μαίου που, καλώς εχόντων των πραγμάτων θα αρχίσουμε τις φιλοσοφικές εκπομπές θα έχουμε τη δυνατότητα να συζητήσουμε για τον πραγματικό και το φανταστικό κόσμο εκτεταμένως.

Τώρα, για την καλύτερη προετοιμασία της εκπομπής, αναρτώ στο blog τα ακόλουθα.
1ον Μεταφρασμένη την ομιλία του Βαγγέλη Κουφουδάκη στο American Hellenic Institute.
2ον Ένα κείμενο του Σάββα Καλεντερίδη για την Εργκενεκον, την οργάνωση του τουρκικού βαθέος κράτους που πήγε να αποκαλύψει ο Ερντογάν και μάλλον αναδιπλώθηκε μετά την επίθεση που του έγινε απο τον Γενικό Εισαγγελέα
3ον Στα γαλλικά, δυστυχώς, την απόφαση του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την προσφυγή της "Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης".
4ον Μια συνέντευξη με τον τούρκο καθηγητή του Πανεπιστημίου Μπιλγκί Σολί Οζέλ.
50ν Την έκθεση του State Department για την Ελλάδα που αναφέρεται για πρώτη φορά στην πομακική και τη ρομ συνιστώσα της μειονότητας.


Διεθνές Δίκαιο και προστασία των μειονοτήτων

Van Koufoudakis

Η ιστορία μας αρχίζει στην τελευταία φάση του «ανατολικού ζητήματος», που χρονολογούνταν από τους βαλκανικούς πολέμους και έληξε με τη συνθήκη της Λοζάνης τον Ιούλιο του 1923.

Τα γεγονότα που διαδραματίζονται αυτή την περίοδο σχετίζονται με τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων: ξένη ανάμιξη στην πολιτική των μικρότερων στρατηγικά κρατών, όπως της Ελλάδας. Εσωτερικές πολιτικές διαμάχες και εξωτερική εξάρτηση.

Με το ξέσπασμα των βαλκανικών πολέμων τον Οκτώβριο του 1912 το ελληνικό ναυτικό κατέλαβε τα περισσότερα από τα νησιά του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένων της Λήμνου, της Θάσου, της Σαμοθράκης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Όλα τους κατοικούνταν από Έλληνες, ήδη από την αρχαιότητα.

Η συνθήκη των Σεβρών (20 Αυγούστου 1920) επιβλήθηκε μετά την ήττα της Τουρκίας, δεν επικυρώθηκε όμως ποτέ. Παραχωρούσε την Ίμβρο και την Τένεδο, στην είσοδο των Δαρδανελίων, στην Ελλάδα.
Τον Ιούλιο του 1923 η συνθήκη της Λοζάνης αντικατέστησε και αναθεώρησε τη συνθήκη των Σεβρών και απέδωσε (για στρατηγικούς λόγους) την Ίμβρο και την Τένεδο στην Τουρκία.
Η συνθήκη της Λοζάνης, ιστορική συμφωνία, κατέστη η βάση για την ειρήνη στην περιοχή μετά μια δεκαετία πολέμου. Σηματοδότησε επίσης το θάνατο της «Μεγάλης Ιδέας» και ρύθμισε εδαφικά ζητήματα. Η Τουρκία εγκατέλειψε τις εδαφικές της διεκδικήσεις στην Κύπρο. Με τη συμφωνία Ελλάδα και Τουρκία αποκτούσαν εθνική συνοχή, ως αποτέλεσμα μαζικής ανταλλαγής πληθυσμών, ενώ αναγνωρίζονταν σημαντικά δικαιώματα στις μη μουσουλμανικές θρησκευτικές μειονότητες που ζούσαν στην Τουρκία. Αναγνωρίζονταν επίσης συγκεκριμένα δικαιώματα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, καθώς και νομικά και πολιτικά δικαιώματα των Ελλήνων της Ίμβρου και της Τενέδου, που είχαν εξαιρεθεί από την ανταλλαγή πληθυσμών που προέβλεπε η συνθήκη.

Αυτό που ακολούθησε την υπογραφή της συνθήκης της Λοζάνης ήταν μια κλασική περίπτωση απαξίωσης και παραβίασης των διεθνών νομικών υποχρεώσεων από την πλευρά της Τουρκίας, που κεφαλαιοποιήθηκε εξαιτίας της αποτυχίας της διεθνούς κοινότητας να εφαρμόσει το διεθνές δίκαιο, αλλά και της δειλίας της Ελλάδας.
Είναι εμφανείς οι παραλληλισμοί μεταξύ της μοίρας των ελλήνων της Ίμβρου και της Τενέδου και των κατεχόμενων στην Κύπρο.

Την εποχή που υπογράφηκε η συνθήκη της Λοζάνης η Ίμβρος δεν είχε τουρκικό πληθυσμό. Κατοικούνταν από 6762 Έλληνες, 1385 εκ των οποίων ήταν νεαροί που φοιτούσαν στα 10 σχολεία του νησιού. Στην Τένεδο ζούσε ένας μικρός αριθμός Τούρκων, ενώ ο ελληνικός πληθυσμός αριθμούσε 1631 άτομα, 450 μαθητές που φοιτούσαν στα δύο ελληνικά σχολεία που υπήρχαν.
Σήμερα στην Τένεδο δεν υπάρχουν πλέον Έλληνες, λιγότεροι από 200 είναι οι Έλληνες στην Ίμβρο, ενώ τα σχολεία έχουν κλείσει, παρά τις υποχρεώσεις για τις οποίες έχει δεσμευτεί η Τουρκία βάσει των άρθρων 37-44 άρθρων της συνθήκης της Λοζάνης για τις μη μουσουλμανικές μειονότητες.

Σύμφωνα με το άρθρο 14 της συνθήκης της Λοζάνης, ενώ τα νησιά βρίσκονται υπό τουρκική κυριαρχία, ειδικές ρυθμίσεις προβλέπουν για τον ελληνικό πληθυσμό ένα ειδικό διοικητικό οργανισμό για την εκλογή τοπικής κυβέρνησης που θα αποτελείται από ντόπιους, πλήρεις εγγυήσεις για τα πολιτικά και θρησκευτικά δικαιώματα, προστασία των ατόμων και των περιουσιών τους, καθώς και αστυνομική δύναμη αποτελούμενη απ’ τον τοπικό πληθυσμό που θα βρίσκεται υπό τον έλεγχο της τοπικής διοίκησης, πλήρης έλεγχος και διοίκηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Η εθνική εκκαθάριση στην Ίμβρο και την Τένεδο έγινε με τους παρακάτω τρόπους:
Εκφοβισμοί, διώξεις, κατασχέσεις περιουσιών και απαλλοτριώσεις, παραβίαση των εκπαιδευτικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων, εποικισμό και καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς (θρησκευτικά και ιστορικά μνημεία)

Παραδείγματα παραβίασης του άρθρου 14 της συνθήκης της Λοζάνης:
Το Σεπτέμβριο του 1923 τα τοπικά εκλεγμένα συμβούλια και οι διοικητές απομακρύνονται και αντικαθίστανται από τούρκους γραφειοκράτες που ήρθαν από την Τουρκία.

64 άτομα και οι οικογένειές τους από την Ίμβρο και την Τένεδο χαρακτηρίζονται ανεπιθύμητα και εκδιώκονται, επειδή δεν θεωρούνταν «πιστά» στην Τουρκία.
Ανάλογη τύχη έχουν και πολλοί άλλοι από την Ίμβρο που αναζητούν καταφύγιο στη Λήμνο και τη Θεσσαλονίκη. Τους απαγορεύεται η επιστροφή στο νησί και οι περιουσίες τους κατάσχονται, ως «εγκαταλελειμμένες».

1925 Αρχίζει ο εποικισμός από τούρκους εποίκους, οι περισσότεροι εκ των οποίων προέρχονταν από την Κρήτη και την Ήπειρο.
Το 1926 βάσει νέου νόμου όλοι οι έλληνες άρρενες στρατολογούνται από τον τουρκικό στρατό και στέλνονται στην Ανατολική Ανατολία για σκληρή εργασία σε τεχνικά έργα.

1927 Ο νομάρχης των Δαρδανελίων επισκέπτεται την Ίμβρο για να ερευνήσει γιατί οι Ίμβριοι από το Γλυκό αναζητούν τους συγγενείς τους που ζουν στις ΗΠΑ για να υποστηρίξουν οικονομικά τα σχολεία τους.
Άνθρωποι της τοπικής ηγεσίας συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν για «προσβολή του τουρκισμού».

1927 και Εκτελεστικός νόμος 1151.
Οι σαρωτικές προβλέψεις του μειώνουν το status της τοπικής διοίκησης, κλείνουν τα τοπικά δικαστήρια, διορίζουν τούρκους επιτρόπους, παραβιάζοντας τις εκλογικές προβλέψεις της συμφωνίας της Λωζάνης, όλη η αστυνομία προέρχεται από την τουρκική ενδοχώρα, η ελληνική αδυναμία ευχερούς χρήσης της τουρκικής γλώσσας δεν τους επιτρέπει να εργασθούν σε διοικητικές απασχολήσεις, η διδασκαλία στα τουρκικά σχολεία των ελληνικών και των θρησκευτικών περιορίσθηκε σε μια ώρα την ημέρα, εκτός της κανονικής διδακτέας ύλης, οι δάσκαλοι πρέπει να δώσουν τα διαπιστευτήριά τους στην Άγκυρα και να κριθούν ικανοί να διδάξουν τον τουρκισμό και τον κεμαλισμό.

Με αυτές τις προβλέψεις οι γονείς που θα μπορούσαν να στείλουν τα παιδιά τους στην Ελλάδα, το έκαναν με όλα τα επακόλουθα.

Με τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στις αρχές της δεκαετίας του 50 οι συνθήκες βελτιώνονται και στα δυο νησιά.
Το καθεστώς της τοπικής διοίκησης αναβαθμίζεται και οι κάτοικοι δεν χρειάζεται να ταξιδεύουν στην Τουρκία για τα μικρο-διοικητικά και τα νομικά τους θέματα.
Τα σχολεία αποκτούν το ίδιο καθεστώς με τα μειονοτικά σχολεία στη Κωνσταντινούπολη, ενώ για να διδάξουν σε αυτά έρχονται έλληνες δάσκαλοι από την Κωνσταντινούπολη.
Ο πρόεδρος Σελάλ Μπαγιάρ επισκέπτεται το 1951 την Ίμβρο και υπόσχεται ότι θα επιβλέπει προσωπικά τις ανάγκες του τοπικού πληθυσμού
Οι τοπικές κοινότητες αποκτούν το δικαίωμα να δέχονται βοήθεια οργανισμών από την Ελλάδα, ενώ χορηγείται δημόσια βοήθεια για την κατασκευή νοσοκομείου και τη διεύρυνση της αλιείας. Ενθαρρύνεται επίσης ο τουρισμός.

Η ανάδυση του κυπριακού ζητήματος έχει άμεσο αντίκτυπο στους Έλληνες της Ίμβρου και της Τενέδου, όπως ακριβώς και στους εναπομείναντες Κωνσταντινουπολίτες.

Τα νέα μέτρα εξακολουθούν να παραβιάζουν τη συνθήκη της Λοζάνης.

Το 1965 ένα τουρκικό σχολείο ανοίγει στην Παναγιά, την πρωτεύουσα της Ίμβρου με 800 μαθητές δασκάλους
Ανοίγει επίσης αστυνομική ακαδημία, ενώ στη Γλυκή τοποθετείται τακτική στρατιωτική μονάδα.
3000 τούρκοι από τη Βουλγαρία και την περιοχή Λαζ της Μαύρης θάλασσας μεταφέρονται ως έποικοι και τους παραχωρείται γη για να κατοικήσουν.
Ο εκπαιδευτικός νόμος το 1951 αναστέλλεται και τα σχολεία υπόκεινται στους κανονισμούς που ίσχυαν το 1927, που παραβίαζαν τη συνθήκη της Λοζάνης.
Κλείνουν όλα τα ελληνικά σχολεία, ενώ στην Ίμβρο το γυμνάσιο μετατρέπεται σε ….για τούρκους μαθητές που έρχονται από την Τουρκία.
Τα μειονοτικά σχολεία στην Τένεδο κλείνουν το 1964
Δεκάδες στρέμματα γης απαλλοτριώνονται για να δημιουργηθεί μια ανοιχτή αγροτική φυλακή, όπου μεταφέρονται εγκληματίες που εκτίουν ποινές για σοβαρότατα εγκλήματα. Τους επιτρέπεται μάλιστα να τριγυρίζουν στην περιοχή, στο χωριό Σχοινούδια και να τρομοκρατούν με τη βίαιη συμπεριφορά τους τούς Ιμβρίους. Πολλοί αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, αναζητώντας την ασφάλειάς τους.
Το 1966 απαλλοτριώνεται μεγάλο μέρος αγροτικής γης σε εξευτελιστικές τιμές, χωρίς καμία ρύθμιση για οικονομικές αποζημιώσεις. Περισσότερα από 8.000 στρέμματα διατίθενται για την κατασκευή φράγματος, ενώ 11 χιλιάδες στρέμματα αποκλείονται από τη χρήση τους ως βοσκοτόπια, με τη δικαιολογία ότι θα αναδασώνονταν. Οι βοσκοί αναγκάζονται να πουλήσουν τα κοπάδια τους (περίπου 50 χιλιάδες πρόβατα και κατσίκια)σε Τούρκους σε πολύ χαμηλές τιμές. Με την απώλεια των περιουσιών τους οι Ίμβριοι αναγκάζονται να μεταναστεύσουν. Επιφανείς ντόπιοι φυλακίζονται, επειδή διαμαρτυρήθηκαν στον έλληνα πρέσβη που πήρε την άδεια να επισκεφτεί το νησί. Θεωρήθηκε ότι η πράξη τους συνιστούσε προσβολή κατά της Τουρκίας.

Στα τέλη της δεκαετίας του 80 στην Ίμβρο κατοικούσαν πλέον 8.000 Τούρκοι, εκτός από τις αστυνομικές και τις στρατιωτικές δυνάμεις στο νησί. Σήμερα παραμένουν εκεί μόλις 200 Έλληνες, όλοι υπερήλικες. Στην Τένεδο δεν υπάρχουν Έλληνες ενώ το νησί εποικίστηκε από περίπου 2000 τούρκους.

Τι έκανε και τι δεν έκανε η Ελλάδα:

Δε ζήτησε ποτέ να ανοίξει ένα προξενικό γραφείο στα νησιά. Αντιθέτως η Τουρκία διατηρεί προξενείο στη Ρόδο, παρόλο που εκπροσωπεί ένα πολύ μικρό τουρκικό πληθυσμό που ζει στη Ρόδο και την Κω.
Το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών προχώρησε σε διαβήματα το 1924, 25 και το 1964 για την παραβίαση της συνθήκης της Λοζάνης. Τα διαβήματα αυτά όμως δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Έφερε το θέμα και στη Βρετανία, μια από τις χώρες που συνυπέγραψαν τη συνθήκη της Λοζάνης Στα μέσα της δεκαετίας του 20 η Βρετανία απάντησε ότι «παρακολουθεί» την κατάσταση. Καμία ενέργεια δεν έγινε από το συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών, εξαιτίας του ανταγωνισμού και της αντιπαλότητας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Η προσφυγή στην Ουνέσκο το 1964 οδηγεί σε πρόσκληση Ελλάδας και Τουρκίας να «λάβουν όλα τα μέτρα για την παροχή εκπαίδευσης στις μειονότητες»
Την ίδια χρονιά οι Έλληνες διαμαρτύρονται κι στο γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ. Υπό την αμερικανική πίεση η Ελλάδα ακυρώνει τα σχέδιο για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα ανθρώπινα δικαιώματα

Τι μπορεί να γίνει τώρα

Η Τουρκία στο πλαίσιο των συνομιλιών για την είσοδό της στην ΕΕ οφείλει να καλύψει όλα όσα προβλέπει το ευρωπαϊκό δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα
Οι νομικές δυνατότητες που προσφέρονται είναι:

- διακρατική καταγγελία βάσει της ευρωπαϊκής συνθήκης
- ατομικές προσφυγές στο ευρωπαϊκό δικαστήριο για τα ανθρώπινα δικαιώματα για τη στέρηση των περιουσιακών τους δικαιωμάτων και για διακρίσεις λόγω εθνικής καταγωγής, γλώσσας και θρησκείας
- προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο

Γιατί η Ελλάδα δείχνει έλλειψη αποφασιστικότητας;

Φοβάται ότι οι κρατικές ή ατομικές προσφυγές μπορεί να διαταράξουν τις συνεχιζόμενες ελληνοτουρκικές συνομιλίες
Ότι η διεθνής απάθεια ή/και απροθυμία για ενασχόληση με ένα «παλιό»πρόβλημα μπορεί να περιπλέξει τα τωρινά στρατηγικά συμφέροντα
Υπάρχει ανησυχία ότι η Τουρκία μπορεί να εγείρει παράλληλα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της αποστρατικοποίησης των νησιών του Αιγαίου, όπως και ζητήματα για την τουρκική μειονότητα στη Ρόδο, τους μουσουλμάνους στη Θράκη κλπ

Η απάντηση σε αυτούς του φόβους είναι:

Η συνθήκη της Λοζάνης και τα όσα προβλέπει για τις μειονότητες στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο, την Τένεδο και για το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν έχουν καμία σχέση με την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου.
Αν η Ελλάδα για πολιτικούς λόγους αποφασίσει να μην ακολουθήσει το νομικό δρόμο, δεν θα πρέπει να αποθαρρύνει και τους πολίτες να προσφεύγουν ατομικά στο ευρωπαϊκό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έχουμε ήδη περιπτώσεις που προκύπτουν για τα περιουσιακά ζητήματα των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.

Εν κατακλείδι
Η ελληνική δειλία και η διεθνής απάθεια επέτρεψαν στην Τουρκία να εκριζώσει και να καταστρέψει μια ακόμη ιστορική ελληνική κοινότητα. Σε εποχές που επιδεικνύεται ευαισθησία για τα ανθρώπινα δικαιώματα και προσφέρονται τρόποι για την προστασία και την αποκατάστασή τους από την Ευρώπη, η Τουρκία πρέπει να τεθεί προ των ευθυνών της για τις αποδεδειγμένες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και των υποχρεώσεών της που προκύπτουν από τις διεθνείς συνθήκες.



Η Τουρκία ανάμεσα στη δημοκρατία και τον κεμαλικό φασισμό

Του Σάββα Καλεντερίδη



Εισαγωγή
Το λεγόμενο «βαθύ κράτος» αποτελεί ίσως το πιο πολυσυζητημένο πράγμα στην πολιτική ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας. Έχουν ειπωθεί πολλά και έχουν γραφτεί αρκετές αναλύσεις και μελέτες για το θέμα, οι οποίες τις περισσότερες φορές καταλήγουν σε συμπεράσματα που μπορούν να χαρακτηριστούν και αυθαίρετα, αφού στηρίζονται σε εκτιμήσεις γύρω από γεγονότα. Δηλαδή, δεν υπήρχαν μέχρι σήμερα αποδείξεις για ύπαρξη «θεσμοθετημένων» παρακρατικών και παραστρατιωτικών μηχανισμών, με συγκεκριμένη ιεραρχική δομή η οποία διασυνδέεται οργανικά με το στρατό και άλλους φορείς διαχείρισης της κρατικής εξουσίας, οι οποίοι αυτοί μηχανισμοί είναι σε θέση να ελέγχουν τις εκλεγμένες κυβερνήσεις και να παρεμβαίνουν καθοριστικά, ακόμη και με χρήση ένοπλης βίας, όταν οι κυβερνήσεις δεν συμμορφώνονται με τις υποδείξεις του βαθέως κράτους. Δηλαδή, μέχρι σήμερα, βλέπαμε το αποτέλεσμα, υποπτευόμασταν ότι πίσω από αυτό είναι το βαθύ κράτος, πλην όμως δεν υπήρχαν οι αποδείξεις, ούτε άλλες πληροφορίες που θα καθιστούσαν έστω και κάπως ορατό το περιβόητο «βαθύ κράτος» της Τουρκίας. Αυτά μέχρι πέρυσι, που άρχισε να αναπτύσσεται η φιλολογία περί της κεμαλικής-φασιστικής οργάνωσης«ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», φιλολογία που σταδιακά εξελίχθηκε σε χειροπιαστή πραγματικότητα, μετά την επιχείρηση σύλληψης δεκάδων μελών της, τον Ιανουάριο του 2008. Ας δούμε παρακάτω το ιστορικό της υπόθεσης, η εξέλιξη της οποίας αναμένεται να επηρεάσει καθοριστικά το πολιτικό σκηνικό στην Τουρκία και μαζί με αυτό μια σειρά από άλλα κρίσιμα ζητήματα, με κυρίαρχο -για μας τους Έλληνες- την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Οι πρώτες αποδείξεις για την κεμαλική-φασιστική οργάνωση «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ»
Στις 2 Μαρτίου του έτους 2001, μια ομάδα του Τμήματος Λαθρεμπορίου και Οργανωμένου Εγκλήματος της Διεύθυνσης Ασφάλειας Κωνσταντινούπολης, με επικεφαλής τον αστυνομικό διευθυντή Αντίλ Σερντάρ Σατσάν (Adil Serdar SaçanΤσατσάν), μετά από καταγγελία για εκβίαση, εισέβαλε στο διαμέρισμα που στεγαζόταν το γραφείο του δημοσιογράφου Τουντζάι Γκιουνέι (Tuncay Güney). Κατά τη διάρκεια του τυπικού ελέγχου στο γραφείο, οι άνδρες της ασφάλειας έπιασαν «λαβράκι». Ανακάλυψαν και κατάσχεσαν φακέλους με ντοκουμέντα από μια μυστική φασιστική-παρακρατική-παραστρατιωτική οργάνωση, την «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», για την οποία, μέχρι τότε, όλοι μιλούσαν, αλλά κανείς δεν είχε στοιχεία, για τους σκοπούς, τη δομή, την επάνδρωση και τη σχέση της με το τουρκικό κράτος και τις δομές εξουσίας γενικότερα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που βρέθηκαν στο γραφείο του Γκιουνέι, η οργάνωση είχε σχέσεις με το στρατό και συγκεκριμένα με την στρατοχωροφυλακή, που -εκ του νόμου- έχει εκτεταμένο δίκτυο μονάδων, σταθμών και φυλακίων σε όλη την τουρκική επικράτεια. Η πάλη ανάμεσα στο στρατό, τη ΜΙΤ και την αστυνομία για τον έλεγχο τέτοιων μηχανισμών που, σημειωτέον, ελέγχουν-διαχειρίζονται και τεράστια κεφάλαια προερχόμενα από την ελεγχόμενη και προστατευόμενη από τις αρχές παράνομη δράση ομάδων και συμμοριών, είναι διαχρονική και γνωστή σε όσους παρατηρούν εκ του σύνεγγυς την ιστορική εξέλιξη της σύγχρονης Τουρκίας. Ο αστυνομικός διευθυντής Σατσάν, εκπροσωπώντας τα συντεχνιακά συμφέροντα της αστυνομίας, άρπαξε την ευκαιρία από τα μαλλιά, για να στριμώξει και να ξεσκεπάσει τους μηχανισμούς της στρατοχωροφυλακής. Έβαλε τον συλληφθέντα Γκιουνέι να καταθέσει επί τρίωρο ό,τι γνώριζε για την ιστορία της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ».
Ο Γκιουνέι, για να εξασφαλίσει τα ευεργετήματα του μάρτυρα που παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για τέτοιου είδους υποθέσεις, …τα είπε όλα. Σε εκείνη την τρίωρη κατάθεση ο συλληφθείς δημοσιογράφος έδωσε διευθύνσεις και ονόματα για άτομα που επάνδρωναν τα διάφορα τμήματα της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» και για τους προστάτες τους στις τάξεις των ανωτάτων αξιωματικών, εν ενεργεία ή αποστράτων. Ο αστυνομικός διευθυντής Τσατσάν, κράτησε μια κόπια από τα ντοκουμέντα και από την βιντεοκασέτα της κατάθεσης του Γκιουνέι και παρέπεμψε την υπόθεση αρμοδίως. Φυσικά, η τότε κυβέρνηση του Μπουλέντ Ετζεβίτ (Bülent Ecevit), «προϊόν και αποτέλεσμα» η ίδια της δράσης της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», αφού βρισκόταν στην εξουσία μετά από το μεταμοντέρνο πραξικόπημα που έκαναν οι Τούρκοι στρατηγοί, στις 28 Φεβρουαρίου 1997, που οδήγησε στην ανατροπή του Νετζμετίν Ερμπακάν (Necmetin Erbakan), κουκούλωσε το θέμα, όπως κουκούλωσε το περίφημο «Σκάνδαλο ΣΟΥΣΟΥΡΛΟΥΚ» η κυβέρνηση Ερμπακάν-Τσιλέρ, το 1996, κάτω από την αφόρητη πίεση της Τσιλέρ, το κόμμα της οποίας (Κόμμα του Ορθού Δρόμου), ήταν βαθειά χωμένο στο βαθύ κράτος και την «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ».
Πάντως από τα ντοκουμέντα που βρέθηκαν στο γραφείο του Γκιουνέι, προέκυπτε ότι το βαθύ κράτος προχωρούσε στην αναδιάρθρωση και τον εκσυγχρονισμό των δομών και των μηχανισμών ελέγχου και χειραγώγησης του συστήματος εξουσίας στην Τουρκία, κάτω από το βάρος των αλλαγών που είχαν προκύψει στη διεθνή πολιτική σκηνή, στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, όπου το πολιτικό ισλάμ και το Κουρδικό Ζήτημα απειλούσαν τις δομές του κεμαλικού και του βαθέως κράτους και την ενότητα του τουρκικού έθνους και κράτους. Ένας άλλος παράγοντας που επέβαλε τον «εκσυγχρονισμό» του βαθέως κράτους ήταν και οι εξελίξεις στον τομέα της τεχνολογίας, που άνοιγαν νέους και επικίνδυνους -κατά την άποψη των ηγετικών στελεχών του βαθέως κράτους- δρόμους στην ενημέρωση της τουρκικής κοινής γνώμης.
Το πρώτο πραξικόπημα της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ»
Ενώ η κυβέρνηση και το κράτος δεν προχώρησαν σε βαθύτερες έρευνες, που θα οδηγούσαν ίσως στην αποκάλυψη της μυστικής οργάνωσης και στην άσκηση διώξεων, η οργάνωση προβαίνει στην πρώτη απόπειρα κεκαλυμμένου πραξικοπήματος, όταν, το Φθινόπωρο του 2001, μεθόδευσε την αντικατάσταση του ασθενούντος τότε πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετζεβίτ από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Χουσαμετίν Οζκάν (Hüsamettin Özkan). Με βάση το σκεπτικό της οργάνωσης, ο Ετζεβίτ ήταν ασθενής και αδυνατούσε να διαχειριστεί τις τύχες της χώρας, εν όψει μάλιστα κρίσιμων εξελίξεων που κυοφορούνταν στο Βόρειο Ιράκ (Νότιο Κουρδιστάν), όπου οι ΗΠΑ προετοίμαζαν ένα κουρδικό κράτος, που θεωρούνταν νάρκη στην ενότητα όχι μόνον του Ιράκ, αλλά και της ίδιας της Τουρκίας. Η άρνηση του Ετζεβίτ να παραδώσει την πρωθυπουργική καρέκλα, οδήγησε σε μια μίνι πολιτική αποσταθεροποίηση με την αποχώρηση του Οζκάν από την κυβέρνηση και το κόμμα. Σημειώνεται ότι ο Οζκάν φεύγοντας «πήρε» μαζί του και 90 βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (DSP) του Ετζεβίτ, πιθανότατα άτομα που διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με το βαθύ κράτος.
Στη συνέχεια η οργάνωση προσπαθεί, ανεπιτυχώς, να αποτρέψει την τοποθέτηση του μετριοπαθούς στρατηγού Οζκιόκ στη θέση του σκληρού κεμαλιστή και φερόμενου ως ηγετικού στελέχους της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» αρχηγού ΓΕΕΘΑ Χουσεΐν Κιβρίκογλου (Kıvrıkoğlu), ο οποίος αποχωρούσε λόγω ορίου ηλικίας. Ο Κιβρίκογλου, πριν αποχωρήσεις από τη θέση του, ανέτρεψε τον προγραμματισμό, που τηρείται με ευλάβεια στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και για να εξασφαλίσει την άμεση πρόσβαση της οργάνωσης στη διαχείριση της εξουσίας, τοποθέτησε σε κρίσιμες και ανώτατες θέσεις δυο σκληροπυρηνικά μέλη της οργάνωσης: τον στρατηγό Αϊτάτς Γιαλμάν (Aytaç Yalman) στη θέση του αρχηγού του στρατού ξηράς και το στρατηγό Σενέρ Έρουιγκουρ (Şener Eruygur) στη θέση του αρχηγού της στρατοχωροφυλακής, η οποία σημειωτέον διαθέτει μια πολυμελή και αρκετά αποτελεσματική υπηρεσίας πληροφοριών εσωτερικού. Ο πρωθυπουργός Ετζεβίτ και ο πρόεδρος της δημοκρατίας Σεζέρ αρνούνται μέχρι τελευταίας στιγμής, αλλά τελικά, κάτω από πιέσεις, υποχρεούνται να υπογράψουν το διάταγμα της τοποθέτησης των στελεχών της οργάνωσης «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» στις κρίσιμες αυτές θέσεις. Τα δυο αυτά άτομα θα παίξουν καθοριστικό ρόλο τα επόμενα χρόνια.
Το δεύτερο πραξικόπημα και το βαθύ ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις
Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 2002 έχουμε την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στην Τουρκία, με το Κόμμα Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης (ΑΚΡ) του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (Recep Tayyip Erdoğan) να παίρνει το 34% των ψήφων και να σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση πρώτα υπό τον Αμπντουλλάχ Γκιούλ (Abdullah Gül) και στη συνέχεια υπό τον ίδιο τον Ερντογάν. Η νεοφώτιστη κυβέρνηση του Κόμματος Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης, το Χειμώνα του 2003 καλείται να διαχειριστεί τον επερχόμενο πόλεμο στο Ιράκ, για τη διεξαγωγή του οποίου οι ΗΠΑ ζητούν πολύ συγκεκριμένες διευκολύνσεις από την Τουρκία: μια σειρά από αεροπορικές βάσεις και λιμάνια και έναν διάδρομο ξηράς, για τη διακίνηση μονάδων, οπλικών συστημάτων και εφοδίων από τα λιμάνια της Μερσίνας και της Αλεξανδρέττας στο Βόρειο Ιράκ (Νότιο Κουρδιστάν), όπου ήταν σχεδιασμένο να ανοίξει το λεγόμενο «Βόρειο Μέτωπο» για την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν. Οι ΗΠΑ, που θεωρούσαν δεδομένη την αποδοχή των αιτημάτων τους από την Τουρκία, είχαν μεταφέρει ήδη τα στρατεύματα του «Βορείου Μετώπου» με πλοία, τα οποία είχαν αγκυροβολήσει από τον Ιανουάριο στα ανοικτά της Κύπρου και της Μερσίνας. Η τουρκική κυβέρνηση, που φέρεται να είχε δώσει πολιτικές διαβεβαιώσεις για την αποδοχή των αμερικανικών αιτημάτων, αντιμετώπισε την ψυχρότητα και την αντίθεση των εθνικιστών-κεμαλιστών και των στρατηγών, του βαθέως κράτους δηλαδή, στην ικανοποίηση των αιτημάτων αυτών. Μετά από διεργασίες που κράτησαν 60 ολόκληρες ημέρες και με τα αμερικανικά στρατεύματα να βρίσκονται ήδη μέσα στα αγκυροβολημένα μεταξύ Μερσίνας και Κύπρου πλοία, η τουρκική κυβέρνηση ετοίμασε ένα νομοσχέδιο με το οποίο ικανοποιούνταν τα αιτήματα των ΗΠΑ, και το οποίο έφερε προς ψήφιση στην τουρκική εθνοσυνέλευση, στις 3 Μαρτίου 2003. Για την περίπτωση που η κυβέρνηση και ο πολιτικός κόσμος στο σύνολό του δεν είχαν λάβει το μήνυμα του βαθέως κράτους, ο αρχηγός του στρατού ξηράς Αϊτάτς Γιαλμάν (Aytaç Yalman) -τοποτηρητής της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» στις ένοπλες δυνάμεις- την προηγούμενη ημέρα έκανε δηλώσεις στον κεντρικό δημοσιογράφο-σχολιαστή της Μιλλιέτ Φικρέτ Μπιλά (Fikret Bila), λέγοντας ότι τουρκικές οι ένοπλες δυνάμεις θεωρούν ότι το νομοσχέδιο δεν έπρεπε να εγκριθεί από την τουρκική εθνοσυνέλευση. Ο δημοσιογράφος δημοσίευσε τη «γραμμή» του βαθέως κράτους στην εφημερίδα, φωτογραφίζοντας τον Γιαλμάν, χωρίς όμως να γράψει ανοικτά το όνομά του. Και φυσικά την επομένη ημέρα το νομοσχέδιο απορρίφθηκε, προκαλώντας σοκ και ένα βαθύ ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Η ανάμειξη της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» στο Κυπριακό και στο Σχέδιο Αννάν
Η άμεση εμπλοκή και ανάμειξη της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας και του κυβερνητικού έργου δεν σταματάει εδώ. Το ίδιο διάστημα (Άνοιξη 2003) ήταν σε εξέλιξη οι διαδικασίες για τη σύνταξη και την αποδοχή του Σχεδίου Αννάν ως βάσης διαπραγμάτευσης για την «επίλυση» του Κυπριακού. Ο Τούρκος πρωθυπουργός Αμπντουλλάχ Γκιούλ έδωσε εντολή στον τότε πρόεδρο του ψευδοκράτους, Ραούφ Ντενκτάς (Rauf Denktaş), να αποδεχτεί το ως άνω σχέδιο ως βάση διαπραγμάτευσης. Παρά την εντολή του Τούρκου πρωθυπουργού, ο Ντενκτάς, κατερχόμενος από το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο της Χάγης, όπου είχε μεταβεί για συνομιλίες, δήλωνε: «Ήλθα για να πω όχι στο σχέδιο Αννάν». Ήταν φανερό ότι είχε λάβει εντολή από το βαθύ κράτος για την στάση του αυτή, όπως επίσης ήταν φανερό το ότι η εκλεγμένη κυβέρνηση δεν μπορούσε να υλοποιήσει την πολιτική της και τελικά «περνούσε» η πολιτική του βαθέως κράτους.
Τις αρχές του 2004 ο Ερντογάν, πιεζόμενος από τα πράγματα, προσπάθησε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, σε σχέση με την επίλυση του Κυπριακού. Τον Ιανουάριο του 2004 συναντήθηκε στο Νταβός με τον Γ.Γ. του ΟΗΕ Κόφι Αννάν και του ανακοίνωσε ότι η Τουρκία δέχεται την επιδιαιτησία του για την εξεύρεση λύσης, φέρνοντας έτσι το Σχέδιο Αννάν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ο Κόφι Αννάν κάλεσε τα δυο μέρη στη Νέα Υόρκη για διαπραγματεύσεις. Ο Ντενκτάς δέχτηκε πιέσεις από την κυβέρνηση και υποχρεώθηκε να συμπεριλάβει στην αποστολή τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ (Mehmet Ali Talat), που είχε κερδίσει τις εκλογές. Ο Ραούφ Ντενκτάς, σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις που είχε λάβει από την «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», περίμενε τη δημοσιοποίηση ανακοίνωσης του τουρκικού ΓΕΕΘΑ για το Κυπριακό, με βάση την οποία θα καθόριζε τη στάση του στις διαπραγματεύσεις. Η ανακοίνωση δεν έβγαινε και -κυριολεκτικά στο παρά πέντε- ο Ντενκτάς αναγκάστηκε να επικοινωνήσει με τον μετριοπαθή αρχηγό ΓΕΕΘΑ Χιλμί Όζκιόκ. Ο Οζκιόκ δεν δέχτηκε να βγάλει την ανακοίνωση και είπε στον Ντενκτάς: «Εγώ κινούμαι στα όρια που ορίζει το Σύνταγμα».
Την ίδια στιγμή που ο Οζκιόκ έλεγε «όχι», ο αρχηγός του στρατού ξηράς Γιαλμάν και ο αρχηγός της στρατοχωροφυλάκης Ερουιγκούρ έκαναν μυστικές επαφές στην Άγκυρα με επιχειρηματίες και ιδιοκτήτες ΜΜΕ, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν στήριξη για την διενέργεια πραξικοπήματος τύπου 28ης Φεβρουαρίου. Το βαθύ κράτος θεωρούσε καταστροφικό για τους σχεδιασμούς και τα συμφέροντα της Άγκυρας και του τουρκισμού το Σχέδιο Αννάν, αφού θα έχανε η Τουρκία το στρατηγικό έλεγχο πάνω στο νησί, έλεγχος που εξασφαλίζεται με την ύπαρξη των δυνάμεων κατοχής. Για να αποτραπεί δε τέτοια εξέλιξη, υπήρχε έτοιμο ένα σχέδιο: το «Σχέδιο Σαρίκουζ», το οποίο δεν ήταν τίποτε άλλο από την σχεδιαζόμενη ανατροπή της κυβέρνησης Ερντογάν, σε περίπτωση που ψηφίζονταν από τα δυο μέρη στην Κύπρο το Σχέδιο Αννάν. Τελικά το Σχέδιο Αννάν δεν πέρασε και το «Σχέδιο Σαρίκουζ» έμεινε στα συρτάρια ή μάλλον στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές στων εμπνευστών του. Από έναν τέτοιον, από τον υπολογιστή του τότε αρχηγού του τουρκικού πολεμικού ναυτικού, Οζντέν Ορνέκ (Özden Örnek), κάποιος υπέκλεψε και διέρρευσε το σχέδιο του πραξικοπήματος, το οποίο δημοσίευσε το περιοδικό ΝΟΚΤΑ, στο φύλλο της 29ης Μαρτίου του 2007. Φυσικά, το συγκεκριμένο φύλλο του περιοδικού ήταν και το τελευταίο.
Η «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» αντιτίθεται στην Ευρωπαϊκή Προοπτική της Τουρκίας
Ο Ερντογάν, εκτός από την επίλυση του Κυπριακού, ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει και το ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το βαθύ κράτος θεωρούσε από την πλευρά του ότι η ευρωπαϊκή προοπτική είναι ασύμβατη με την κεμαλική Τουρκία, ενώ ήταν προφανές ότι σε μια ευρωπαϊκή Τουρκία δεν είχαν θέση μηχανισμοί ούτε φασιστικές οργανώσεις τύπου «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ». Έτσι το βαθύ κράτος οργάνωσε την άμυνά του μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο. Παρά τις αντιδράσεις του βαθέως κράτους, η κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης προσπαθούσε να χαράξει το δρόμο προς τον εκδημοκρατισμό της χώρας του, όπως άλλωστε επιβάλλεται από τα Κριτήρια της Κοπεγχάγης και από τις άλλες υποχρεώσεις που απορρέουν από την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Εν τω μεταξύ, το κόμμα και ο ίδιος ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αυξάνουν την επιρροή τους στη λαϊκή βάση της Τουρκίας και μέσα από τη διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας ενισχύουν τη θέση τους στη διαπάλη τους με το βαθύ κράτος. Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις το βαθύ κράτος δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Ανώτατοι αξιωματικοί, δικαστές, καθηγητές πανεπιστημίου, πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες, διάφορες ομάδες και συμμορίες προσπαθούν να αντιπαρατεθούν ο καθένας στον τομέα του τη νόμιμη κυβέρνηση και να ακυρώσουν στην πράξη τις όποιες μεταρρυθμίσεις.
Η εγκληματική δράση της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ»
Ως αποτέλεσμα της δράσης των μηχανισμών, το διάστημα αυτό, εξαπλώνεται στην Τουρκία ένα κύμα εθνικιστικής υστερίας, που υποστηρίζεται από ένα δίκτυο εθνικιστικών-πατριωτικών οργανώσεων και προπαγανδίζεται από εφημερίδες, περιοδικά, τηλεοπτικά κανάλια, ιστοσελίδες κλπ. Εκδίδονται βιβλία τα οποία στηρίζονται σε πληροφορίες και σενάρια που επεξεργάζονται οι υπηρεσίες του κράτους, τα οποία, εκτός των άλλων, καταγγέλλουν των πρωθυπουργό Ερντογάν και το κόμμα του ως όργανο της Νέας Τάξης Πραγμάτων και του διεθνούς σιωνισμού. Ομάδες νομικών και δικηγόρων που είναι διασυνδεδεμένοι με αυτό το εκτεταμένο δίκτυο πολυποίκιλης δράσης στην τουρκική κοινωνία, με βάση το περίφημο άρθρο 301, καταγγέλλουν και μηνύουν όποιον ενοχλεί το βαθύ κράτος και τον τουρκισμό. Στις προανακριτικές διαδικασίες και στις δίκες που γίνονται, ομάδες εθνικιστών τρομοκρατούν και διαπομπεύουν τους κατηγορουμένους, τους συγγενείς και τους δικηγόρους που τολμούν να τους υπερασπίζονται. Ανάμεσα σε εκείνους που στοχοποιούνται είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο βραβευμένος με Νόμπελ λογοτεχνίας Ορχάν Παμούκ και ο Αρμένιος δημοσιογράφος Χραντ Ντινκ.
Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, λαμβάνουν χώρα μια σειρά από βίαιες και εγκληματικές ενέργειες, μερικές από τις οποίες είναι οι εξής: Στις 5 Φεβρουαρίου 2006, νεαρός εθνικιστής σκότωσε τον καθολικό ιερέα της Τραπεζούντας, πατέρα Σαντόρο, ο οποίος, σύμφωνα με το έγγραφο που έστειλε η αστυνομική διεύθυνση Τραπεζούντας στον εισαγγελέα του Ερζουρούμ, ζητώντας την παρακολούθηση των τηλεφώνων του, «ανέπτυσσε δράση υπέρ των σχεδίων της Ελλάδας για την αναβίωση της ποντιακής ιδέας στην περιοχή». Ένα χρόνο μετά, στις 19 Ιανουαρίου 2007, νεαρός εθνικιστής από την Τραπεζούντα δολοφονούσε στην Κωνσταντινούπολη τον στοχοποιηθέντα από τους μηχανισμούς του βαθέως κράτους Αρμένιο δημοσιογράφο Χραντ Ντινκ, εκδότη της εφημερίδας Άγκος. Τρεις μήνες μετά, στις 18 Απριλίου 2007, πέντε ισλαμιστές-εθνικιστές κατακρεούργησαν τρεις χριστιανούς στην πόλη Μαλάτεια της Τουρκίας, ενώ τους προηγούμενους μήνες είδαν το φως της δημοσιότητας εκατοντάδες άρθρα για την «επικίνδυνη δράση των ιεραποστολών στην Τουρκία, οι οποίες με τη δράση τους απεργάζονται την ενότητα του έθνους και κράτους». Σημειώνεται ότι πάνω στους δράστες βρέθηκαν περίπου εκατό (100) κάρτες sim, από την εξέταση των οποίων διαπιστώθηκε ότι οι δράστες είχαν εκατοντάδες τηλεφωνικές επαφές με στελέχη της Διοίκησης Ειδικών Δυνάμεων που υπηρετούσαν στην 2η και την 1η Στρατιά, στη Μαλάτεια και την Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα. Εν τω μεταξύ, το διάστημα που γίνονται τα παραπάνω, εκατοντάδες βόμβες εκρήγνυνται σε διάφορες πόλεις του τουρκικού Κουρδιστάν, για να δικαιολογούν κάθε φορά την επέμβαση και τη δράση του τουρκικού στρατού και της στρατοχωροφυλακής στο κουρδικό κίνημα.
Η επέμβαση της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» στην εκλογή προέδρου της δημοκρατίας
Ενώ το βαθύ κράτος, δια της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», σπέρνει το θάνατο και κατατρομοκρατεί τους εχθρούς του τουρκισμού, συνεχίζεται η πάλη ανάμεσα στις κεμαλικές-φασιστικές δυνάμεις και την κυβέρνηση. Ο πάλη εντείνεται με τη λήξη της θητείας του προέδρου Σεζέρ (Μάιος 2007), ενώ προβάλλει το ενδεχόμενο να καθίσει στη θέση του προέδρου της δημοκρατίας ο ίδιος ο Ερντογάν. Δεκάδες μαζικές οργανώσεις, οι οποίες εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι είτε είχαν οργανική σχέση είτε υποκινούνταν από το βαθύ κράτος και την «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», διοργάνωσαν συλλαλητήρια, διαδηλώνοντας την αντίθεσή τους στην εκλογή ισλαμιστή προέδρου της δημοκρατίας. Συντονιστής στις συγκεντρώσεις αυτές ήταν ο απόστρατος στρατηγός Σενέρ Ερουιγκούρ, πρόεδρος των Συλλόγων Κεμαλιστικής Σκέψης σε παντουρκικό επίπεδο. Ποτέ δεν έγινε γνωστό πού βρέθηκαν τα κεφάλαια για τις τεράστιες εκείνες συγκεντρώσεις. Στις 14 Απριλίου 2007, νέος αρχηγός ΓΕΕΘΑ, ο σκληροπυρηνικός κεμαλιστής και μέλος της οργάνωσης «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», Γιασάρ Μπουγιούκανιτ (Yaşar Büyükanıt), έκανε ανοικτή παρέμβαση, δηλώνοντας στους δημοσιογράφους ότι: «ο νέος πρόεδρος δεν θα πρέπει να είναι μόνο λόγοις, αλλά έργοις πιστός στο κοσμικό καθεστώς».
Ο Ερντογάν, δεχόμενος εισηγήσεις συνεργατών του, τελικά δεν θέτει ο ίδιος υποψηφιότητα και στις 24 Απριλίου 2007 ανακοινώνει την υποψηφιότητα του μέχρι τότε υπουργού εξωτερικών Αμπντουλλάχ Γκιούλ. Ήδη φαίνεται ότι η Τουρκία θα αποκτήσει τον πρώτο ισλαμιστή πρόεδρο. Μπροστά σε αυτή την προοπτική το βαθύ κράτος ανασυντάσσεται και θέτει στην πρώτη γραμμή του «αγώνα» το ΓΕΕΘΑ. Το βράδυ της 27ης Απριλίου 2007, και ενώ όλα δείχνουν ότι ο Ερντογάν θα ανακοινώσει την υποψηφιότητά του για τη θέση του προέδρου της δημοκρατίας, στην επίσημη ιστοσελίδα του τουρκικού ΓΕΕΘΑ αναρτάται μια ανακοίνωση που ανατρέπει τα δεδομένα. Στην ουσία ο στρατός και το ΓΕΕΘΑ, ως θεσμός, προειδοποιούν ανοιχτά ότι: «….ο νέος πρόεδρος δεν θα πρέπει να είναι μόνο λόγοις, αλλά έργοις πιστός στο κοσμικό καθεστώς….. οι συζητήσεις που γίνονται τις τελευταίες για το θέμα της εκλογής του προέδρου της δημοκρατίας έχουν θέσει υπό διαπραγμάτευση τον ίδιο τον κοσμικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους. Η κατάσταση αυτή παρακολουθείται με ανησυχία από τις Τ.Ε.Δ. Δεν θα πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι σε αυτές τις συζητήσεις και τις διαπραγματεύσεις οι Τ.Ε.Δ. δηλώνουν ενεργό παρόν, ξεκαθαρίζοντας ότι θα υπεραμυνθούν του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Επί πλέον οι Τ.Ε.Δ. δηλώνουν ότι είναι κατηγορηματικά αντίθετες με αρνητικές κρίσεις και σχόλια που γίνονται με αφορμή αυτές τις συζητήσεις και ότι αν χρειαστεί θα δέιξουν την αντίδρασή τους ενεργά και με ξεκάθαρο τρόπο. Κανείς να μην έχει την παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό…..»
Η Διοίκηση Ειδικών Δυνάμεων και η σχεδιαζόμενη απόπειρα δολοφονίας του Ερντογάν
Στις 18 Μαΐου 2007 ένα πρωτοφανές γεγονός έρχεται να συνταράξει την κοινή γνώμη στην Τουρκία. Μετά από τηλεφωνική καταγγελία για ύπαρξη μιας ομάδας που σχεδιάζει τη δολοφονία του πρωθυπουργού Ερντογάν και του συμβούλου του Τζουνεΐτ Ζάπσου (Cüneyd Zapsu), η αστυνομία εισβάλλει σε ένα διαμέρισμα στη συνοικία Έργιαμαν (Eryaman) της Άγκυρας και συλλαμβάνει το λοχαγό Μουράτ Ερέν (Murat Eren), της Διοίκησης Ειδικών Δυνάμεων (Özel Kuvvetler Komutanlığı), τον υπολοχαγό Γιακούπ Γιαϊλά (Yakup Yayla) και τους μονίμους υπαξιωματικούς Ερκούτ Τάς (Erkut Taş) και Γιασίν Γιαμάν (Yasin Yaman), εξειδικευμένοι στην κατασκευή βομβών. Μαζί με τους στρατιωτικούς συνελήφθησαν και επτά πολίτες, ενώ στο διαμέρισμα βρέθηκε μεγάλος αριθμός πυρομαχικών του στρατού, ΤΝΤ, ρολόγια που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή βομβών, στρατιωτικά έγγραφα με σχέδια για τον έλεγχο όλων των συνοικιών της πόλης σε περίπτωση πραξικοπήματος, καθώς και ανάλογα έγγραφα που βρέθηκαν στο γραφείο του Γκιουνέι, το 2001. Το τουρκικό γενικό επιτελείο απαγόρευσε την έρευνα της υπόθεσης από τακτικό ανακριτή και την υπόθεση ανέλαβε η στρατιωτική δικαιοσύνη, η οποία φυσικά υποβάθμισε την υπόθεση σε ένα θέμα παράβασης καθήκοντος σε σχέση με τα πυρομαχικά που βρέθηκαν στο διαμέρισμα και μόνον.
Σε ένα ταβάνι κρίνεται η πολιτική πορεία της Τουρκίας
Ενώ τω μεταξύ, και ενώ η αντιπαράθεση μεταξύ της κυβέρνησης Ερντογάν και του βαθέως κράτους συνεχίζεται κυρίως στο παρασκήνιο, στις 12 Ιουνίου 2007 συμβαίνει ένα γεγονός, που έμελλε να σημαδέψει τη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Τουρκίας. Οι ενοικιαστές ενός αυθαιρέτου σπιτιού, στη συνοικία Ουμράνιγιε 12 (Ümraniye) της Κωνσταντινούπολης, βρήκαν τυχαία στο ταβάνι του σπιτιού που διέμεναν ένα κιβώτιο στο οποίο υπήρχαν 27 χειροβομβίδες και φάκελοι με διάφορα έγγραφα. Ανέφεραν το γεγονός στην αστυνομία, η οποία με έκπληξη διαπίστωσε ότι οι χειροβομβίδες ήταν ίδιες με αυτές που χρησιμοποιεί ο τουρκικός στρατός, ενώ τα έγγραφα που υπήρχαν στους φακέλους παρέπεμπαν στην μυστική-φασιστική οργάνωση «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ». Προχωρώντας ακόμη περισσότερο τις έρευνες η αστυνομία βρέθηκε μπροστά σε μια ένοπλη επιχειρησιακή ομάδα της μυστικής οργάνωσης, η οποία ήταν υπεύθυνη για την ένοπλη επίθεση εναντίον των μελών του Αρείου Πάγου στην Άγκυρα (17 Μαΐου 2006), στην οποία ο δικηγόρος Αρπασλάν Ασλάν (Alparslan Arslan), υποκινούμενος από την οργάνωση, σκότωσε έναν και τραυμάτισε τέσσερις αρεοπαγίτες. Ο Ασλάν δήλωσε δημόσια ότι προέβη στη συγκεκριμένη πράξη ωθούμενος από τα ισλαμικά του αισθήματα, θεωρώντας ότι ο Άρειος Πάγος είναι ένα από τα κέντρα του κεμαλισμού, που καταπιέζουν τους ισλαμιστές στην Τουρκία. Στην κηδεία του αρεοπαγίτη συγκεντρώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι και η τελετή μετατράπηκε σε αντικυβερνητική διαδήλωση. Ο Ερντογάν γιουχαΐστηκε, ο υπουργός δικαιοσύνης προπηλακίστηκε, ενώ ο Μπουγιουκανίτ και οι άλλοι στρατηγοί καταχειροκροτήθηκαν. Μια προβοκάτσια που πρέπει να διδάσκεται στις σχολές διπλωματίασκαι πολιτικών επιστημών.
Η πράξη αυτή, μαζί με άλλες που θα ακολουθούσαν, προετοίμαζε το σκηνικό για τη δυναμική επέμβαση των δυνάμεων του βαθέως κράτους και του ίδιου του στρατού εναντίον του «ισλαμικού κινδύνου», που εκφραζόταν από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και από την κυβέρνηση Ερντογάν. Από την έρευνα της αστυνομίας προέκυψε επίσης ότι οι δυο βομβιστικές επιθέσεις που έγιναν εναντίον των γραφείων της εφημερίδας Τζουμχουριέτ (προπύργιο του κεμαλισμού), στην Κωνσταντινούπολη, επιθέσεις που αποδόθηκαν σε ισλαμιστές, έγιναν με χειροβομβίδες που είχαν τον ίδιο αριθμό μερίδας με τις χειροβομβίδες που βρέθηκαν στο κιβώτιο, στο ταβάνι του αυθαίρετου σπιτιού στο Ουμράνιγιε. Οι βομβιστικές επιθέσεις εναντίον της Τζουμχουριέτ έγιναν για να συμπληρωθεί το σκηνικό του «ισλαμικού κινδύνου». Μετά από την εξέταση των στοιχείων, η αστυνομία προχώρησε σε συλλήψεις 14 ατόμων, στην πλειοψηφία τους απόστρατοι αξιωματικοί, οι οποίοι παραπέμφθηκαν να δικαστούν με την κατηγορία της σύστασης τρομοκρατικής οργάνωσης.
Οι εκλογές του Νοεμβρίου 2007
Ενώ η έρευνα για την υπόθεση αυτή προχωρούσε με βραδείς ρυθμούς, αφού οι διωκτικές και δικαστικές αρχές βρήκαν μπροστά τους τις υπηρεσίες του κράτους, δηλαδή τον ίδιο το στρατό και την περιβόητη Διεύθυνση Ανορθοδόξου Πολέμου (Özel Harp Dairesi), τη μετονομασθείσα σε Διοίκηση Ειδικών Δυνάμεων (Özel Kuvvetler Komutanlığı), στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2007 το κόμμα του Ερντογάν κατήγαγε λαμπρή νίκη, λαμβάνοντας το 47% των ψήφων, ποσοστό εξαιρετικά υψηλό για τα δεδομένα της Τουρκίας. Με τη συγκεκριμένη νίκη η κυβέρνηση Ερντογάν ένοιωσε ότι ισχυροποιεί τη θέση της απέναντι στο βαθύ κράτος και προχώρησε σε αθόρυβη -αλλά στενή- παρακολούθηση των ηγετικών στελεχών της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» και των επικεφαλής των διαφόρων ομάδων παράνομης, αλλά και νόμιμης δράσης. Τα στοιχεία που συλλέγονται, κυρίως από τηλεφωνικές παρακολουθήσεις και από παρακολουθήσεις ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και από παγιδεύσεις χώρων όπου συσκέπτονταν τα ανώτερα στελέχη ενός επιχειρησιακού σκέλους της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», οδηγούν στην επιχείρηση μαζικής σύλληψης 33 μελών της οργάνωσης. Στη συνέχεια ο εισαγγελέας Κωνσταντινούπολης, με βάση τα στοιχεία που βρέθηκαν στα σπίτια των συλληφθέντων και τα στοιχεία που προκύπτουν από την εξέτασή τους, διατάσσει τη σύλληψη δεκάδων άλλων ατόμων και αποφασίζει τελικά την προφυλάκιση 44 εξ αυτών.
Να σημειωθεί ότι ανάμεσα στους συλληφθέντες είναι ο υποστράτηγος ε.α. Βελί Κιουτσούκ (Veli Küçük), με πολυσχιδή δράση σε διάφορους τομείς και σοβαρό ρόλο στην «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ». Όταν στις 4:00 το πρωί της 18ης Ιανουαρίου 2008 η αστυνομία, συνοδεία εισαγγελέα, κτύπησε την πόρτα και τού ανακοίνωσε το ένταλμα σύλληψής του, ο Κιουτσούκ ζήτησε την άδεια να βγάλει τις πυτζάμες του και να ντυθεί. Ο εισαγγελέας του έδωσε την άδεια. Ο Κιουτσούκ πήγε στο δωμάτιό του και έκανε από το κινητό του -που υποκλέπτονταν από την αστυνομία- οκτώ τηλέφωνα. Ανάμεσα σε αυτούς που κάλεσε ήταν εν ενεργεία ανώτατοι αξιωματικοί, ένας-δύο ανώτατοι απόστρατοι και ένας εν ενεργεία ανώτατος δικαστικός. Από όλους ζήτησε βοήθεια, προσπαθώντας να αποτρέψει τη σύλληψή του, χωρίς να το καταφέρει. Οδηγήθηκε στο τμήμα και αργότερα στις φυλακές, όπου παραμένει μέχρι σήμερα. Στο γραφείο του και τον υπολογιστή του η αστυνομία βρήκε ένα ολόκληρο επιτελείο. Αρχειοθετημένα άκρως απόρρητα έγραφα των αρχών ασφαλείας και των μυστικών υπηρεσιών, φακέλους με πληροφορίες για διάφορα άτομα, ανάμεσα στα οποία και Οικουμενικός Πατριάρχης, στοιχεία για διάφορες ένοπλες επιχειρήσεις της οργάνωσης και, φυσικά, τα ίδια έγγραφα που βρέθηκαν το 2001 στο γραφείο του δημοσιογράφου Γκιουνέι, για την αναδιάρθρωση της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» και των άλλων μηχανισμών του βαθέως κράτους. Η εντύπωση που δόθηκε στις διωκτικές αρχές είναι ότι ο Κιουτσούκ ήταν άτυπος αποδέκτης επίσημων έγγραφων του στρατού και διαφόρων άλλων υπηρεσιών του τουρκικού κράτους. Ανάμεσα στους συλληφθέντες είναι επίσης η Σεβγκί Ερενερόλ (Sevgi Erenerol), εκπρόσωπος τύπου του τουρκορθόδοξου πατριαρχείου. Να σημειωθεί ότι η Ερενερόλ και η οργάνωση «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη στοχοποίηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου καθώς και του ίδιου του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, τα γραφεία του τουρκορθόδοξου πατριαρχείου χρησιμοποιούνταν ως επιτελείο της επιχειρησιακής ομάδας της οργάνωσης, η οποία συσκέπτονταν εδώ μια φορά την εβδομάδα. Μερικές συνεδριάσεις έχει καταγράψει σε βίντεο η αστυνομία, που είχε παγιδέψει το χώρο. Ένας άλλος προφυλακισθείς είναι ο Μουαμέρ Καράμπουλουτ (Muammer Karabulut), πρόεδρος του Ιδρύματος Αγίου Νικολάου (Noel Baba Vakfı) και του Συμβουλίου Ειρήνης Άγιος Νικόλαος (Noel Baba Barış Konseyi), οργανώσεις που ίδρυσε το βαθύ κράτος για να ακυρώσει τις προσπάθειες που κάνει από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 το Οικουμενικό Πατριαρχείο για να αναδείξει το έργο, την προσωπικότητα του Αγίου Νικολάου, προσπάθειες που κορυφώνονται κάθε χρόνο στις 6 Δεκεμβρίου, στα πλαίσια εορταστικών δραστηριοτήτων που γίνονται στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στα Μύρα της Λυκίας. Υπάρχουν και άλλες ενδιαφέρουσες προσωπικότητες ανάμεσα στους συλληφθέντες, αυτό όμως είναι αντικείμενο συγγραφής ξεχωριστής μελέτης.
Το δικαστικό πραξικόπημα κατά του ΑΚΡ και του Ερντογάν
Ενώ λοιπόν ο εισαγγελέας Κωνσταντινούπολης Ζεκερία Όζ (Zekeriya Öz) συνέχιζε την ανακριτική διαδικασία, ορισμένοι από τους συλληφθέντες, θεωρώντας ότι η πανίσχυρη οργάνωση δεν είναι σε θέση πλέον να τους υποστηρίξει, άρχισαν να ομολογούν, γεγονός που έθεσε σε κίνδυνο και σημαντικά πρόσωπα του στρατού, της δικαιοσύνης, του ακαδημαϊκού κόσμου, της πολιτικής, της δημοσιογραφίας, του επιχειρηματικού κόσμου, των υπηρεσιών του κράτους κλπ. Δηλαδή, με άλλα λόγια, άρχισε να κινδυνεύει με αποκάλυψη και ξήλωμα ο κεντρικός κορμός και οι κεντρικοί μηχανισμοί του τουρκικού βαθέως κράτους. Το διάστημα αυτό, που οι μηχανισμοί του βαθέως κράτους ένοιωσαν να στενεύουν τα περιθώρια δράσης τους, και ενώ η ανακριτική διαδικασία για την υπόθεση «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» βρίσκεται στο πιο κρίσιμο σημείο, έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία η είδηση της άσκηση δίωξης εναντίον του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, εναντίον του ιδίου του πρωθυπουργού Ερντογάν και 70 άλλων στελεχών του κόμματός του, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο πρόεδρος της δημοκρατίας Γκιούλ από τον αρχιεισαγγελέα του Συμβουλίου Επικρατείας, Γιαλτσίνκαγια (Yalçınkaya). Την ώρα δε που οι δυο διαδικασίες -η μια της εξουδετέρωσης του βαθέως κράτους από τη δικαιοσύνη, που υποστηρίζεται από την κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και η άλλη της εξουδετέρωσης της κυβέρνησης και του κόμματος ΑΚΡ από το βαθύ κράτος- κινούνται εν παραλλήλω, αναθάρρησαν οι μηχανισμοί του βαθέως κράτους και ...ξαναβρήκε τη μιλιά του ο αρχηγός του τουρκικού γενικού επιτελείου Γιασάρ Μπουγιούκανιτ (Yaşar Büyükanıt), φερόμενος ως ένας από τους επικεφαλής της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ». Ήδη έδωσε συνέντευξη στην τελευταία έκδοση του περιοδικού «Άμυνα και Αεροναυπηγική» (SAVUNMA VE HAVACILIK), επαναφέροντας μετά από αρκετό καιρό ζητήματα ισλαμικού και κουρδικού κίνδυνου και μια σειρά από άλλες αιτιάσεις που απηχούν τις απόψεις της φασιστικής οργάνωσης «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ». Να σημειωθεί ότι ο στρατηγός Μπουγιούκανιτ, από τις κεφαλές του βαθέως κράτους, όσο διαρκούσε ο υπόγειος πόλεμος μεταξύ του βαθέως κράτους και της κυβέρνησης Ερντογάν, βρήκε έναν απρόσμενο σύμμαχο, την Ελλάδα, η οποία του πρόσφερε νομιμοποίηση, καλώντας τον μάλιστα να επισκεφθεί επίσημα την Ελλάδα δυο φορές, τη μια ως αρχηγός του στρατού ξηράς και την άλλη ως αρχηγός του γενικού επιτελείου. Το θέμα ότι ελληνικό στρατιωτικό άγημα απέδωσε τιμές στον φυσικό ηγέτη των δυνάμεων κατοχής στην Κύπρο και των Τούρκων αεροπόρων που παραβιάζουν καθημερινά τον εθνικό εναέριο χώρο της Ελλάδος στο Αιγαίο, είναι μιας άλλης μορφής ζήτημα.
Επιμύθιον
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν μόνιμο χαρακτηριστικό της τουρκικής πολιτικής πραγματικότητας και, τέλος πάντων, αποτελούν εσωτερικά θέματα της Τουρκίας, αν δεν υπήρχε η πολιτική «επένδυση» που έκαναν οι ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως η Ελλάδα στην υπόθεση ότι ο Ερντογάν θα επικρατήσει σε αυτή την ιδιότυπη μάχη εξουσίας και τελικά η Τουρκία θα εκδημοκρατιστεί και θα υποχρεωθεί να συμπεριφερθεί ως μία χώρα που σέβεται το διεθνές δίκαιο και θα προσαρμοστεί σε αυτά που επιβάλλουν τα κριτήρια της Κοπεγχάγης και η ευρωπαϊκή της προοπτική εν γένει. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το τέλος του «αγώνα» δημοκρατικών-φασιστικών δυνάμεων -γιατί περί αυτού πρόκειται- στην Τουρκία. Πάντως, για την Ελλάδα το θέμα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί οι μηχανισμοί του βαθέως κράτους είναι αυτοί που κινούν τα νήματα στα κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν τον Ελληνισμό στην Κύπρο, το Αιγαίο, τη Θράκη και το Πατριαρχείο, χωρίς να σημαίνει βέβαια ότι η ενδεχόμενη επικράτηση του Ερντογάν θα σημαίνει αυτόματα και εξάλειψη των κινδύνων και των απειλών στα εθνικά μας συμφέροντα. Ούτως ή άλλως πάντως, το θέμα αξίζει προσοχής.
Μερικοί από τους συλληφθέντες:
Βελί Κιουτσούκ (Veli Küçük):
Υποστράτηγος ε.α., από τους ιδρυτές της περίφημης Υπηρεσίας Πληροφοριών της Στρατοχωροφυλακής (Jitem). Την περίοδο 1994-1996, που ήταν διοικητής του συντάγματος στρατοχωροφυλακής στο νομό Κοτζάελι (Νικομήδεια), στην περιοχή ευθύνης του έλαβαν χώρα εκατοντάδες εκτελέσεις Κούρδων επιχειρηματιών και διανοουμένων. Αργότερα, με το βαθμό του ταξιάρχου, τοποθετήθηκε διοικητής της Περιφερειακής Διοίκησης Στρατοχωροφυλακής Περιοχής Πόντου, με έδρα την Κερασούντα. Εκεί, από το 1996 μέχρι το 1998, χειρίστηκε προσωπικά το θέμα της τρομοκράτησης των ελληνόφωνων κατοίκων της περιοχής Τραπεζούντας, προσπαθώντας να ποινικοποιήσει οποιαδήποτε επαφή τους με την Ελλάδα. Το 2000 αποστρατεύθηκε με το βαθμό του στρατηγού και έκτοτε ανέλαβε ενεργό δράση σε διαφόρους εθνικιστικούς συλλόγους και οργανώσεις, με κυρίαρχο το Ίδρυμα Ερευνών Τουρκικού Κόσμου (Türk Dünyası Araştırmaları Vakfı). Να σημειωθεί ότι ο Βελί Κιουτσούκ χρημάτισε Διευθυντής Σύνταξης του περιοδικού Yeni Batı Trakya Dergisi, που εκδίδει στην Κωνσταντινούπολη ο καταγόμενος εκ Ξάνθης Σουλεϊμάν Τζαφέρ Τζιχάν (Süleyman Sefer Cihan), ιδρυτής και της «Ένωσης Τούρκων Δυτικής Θράκης» (Batı Trakya Türk Birliği), με έδρα την Κωνσταντινούπολη και παραρτήματα σε διάφορες πόλεις της Τουρκίας.
Πασά Ουμίτ Ερενερόλ (Paşa Ümit Erenerol)
Εκπρόσωπος τύπου του τουρκορθόδοξου πατριαρχείου, που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του Μουσταφά Κεμάλ, το 1919, για να προσεταιριστεί τους τουρκόφωνους χριστιανούς της Καππαδοκίας, της Κεντρικής Ανατολίας και του Πόντου, και να αποτρέψει μια γενικευμένη επανάσταση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, όσο διαρκούσε η μικρασιατική εκστρατεία. Επικεφαλής της κίνησης ήταν ο παπά-Ευθύμιος Καραχισαρίδης, αυτοχρισθείς τουρκορθόδοξος πατριάρχης (1923-1962). Τον διαδέχτηκε ο πρωτότοκος γιος του Τουργκούτ (1968-1991) και αυτόν ο μικρός του γιος Σελτσούκ (1991-2002). Τελετυαίος αυτοαποκαλούμενος τουρκορθόδοξος πατριάρχης είναι ο συλληφθείς για συμμετοχή στην «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» είναι ο εγγονός του παπά-Ευθύμ Πασά Ουμίτ Ερενερόλ. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, σε αίθουσα του πατριαρχείου συνεδρίαζε κάθε εβδομάδα η ηγετική ομάδα της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ». Την αίθουσα είχε παγιδεύσει η αστυνομία και μαγνητοσκοπούσε τις συνεδριάσεις. Στους λογαριασμούς του τουρκορθόδοξου πατριαρχείου διακινήθηκαν 50 εκατομμύρια δολλάρια, για λογαριασμό της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ».
Σεβγκί Ερενερόλ (Sevgi Erenerol)
Εκπρόσωπος τύπου του τουρκορθόδοξου πατριαρχείου, με πολύχρονη δράση εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εναντίον του Ελληνισμού γενικότερα. Ταυτισμένη με το ακροδεξιό-φασιστικό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης και με τη ΜΙΤ (η ίδια δήλωσε σε συνέντευξή της ότι έχει τακτικές επαφές με τη ΜΙΤ), συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις δράσεις της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» τα τελευταία χρόνια.
Μουαμέρ Καράμπουλουτ (Muammer Karabulut),
Πρόεδρος του Ιδρύματος Αγίου Νικολάου (Noel Baba Vakfı) και του Συμβουλίου Ειρήνης Άγιος Νικόλαος (Noel Baba Barış Konseyi), οργανώσεις που ίδρυσε το βαθύ κράτος για να εξουδετερώσει την αυξανόμενη επιρροή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα Μύρα της Λυκίας. Ως πρόεδρος των οργανώσεών του και ως μέλος του συλλόγου «Αγία Σοφία» (Ayasofya Derneği) και της Ένωσης Εθνικής Δύναμης (Mili Güç Birliği) κινήθηκε από κοινού με τους συγκρατούμενούς του Σεβγκί Ερενερόλ και τον Κεμάλ Κεριντσίζ εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με μηνύσεις, συγκέντρωση υπογραφών, συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας κλπ.
Κεμάλ Κεριντσίζ (Kemal Kerinçsiz)
Πρόεδρος της Ένωσης Δικηγόρων, σύλλογος που ιδρύθηκε από την «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» με σκοπό τη διαπόμπευση μέσα από διαδικασίες μηνύσεων όσων δημοσιογράφων, συγγραφέων και άλλων προσώπων εξέφραζαν επικίνδυνες για τον κεμαλισμό και τον τουρκισμό απόψεις (άρθρο 301). Ανάμεσα τους μηνυθέντες ο δολοφονηθείς Χραντ Ντινκ και ο συγγραφέας Ορχάν Παμούκ.
Κεμάλ Αλεμντάρογλου (Kemal Alemdaroğlu)
Πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, συντονιστής των πανεπιστημιακών που ήταν μέλη στην οργάνωση «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ». Σε συνέντευξή του είχε π[ει ότι η Τουρκία θα καταλάβει τη μισή Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη.
Ντογού Περιντσέκ (Doğu Perinçek)
Πρόεδρος του Εργατικού Κόμματος, με πλούσια προβοκατόρικη δράση στο αριστερό κίνημα. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες των μαοϊκών οργανώσεων στην Τουρκία. Τα τελευταία χρόνια συντάχτηκε με τους κεμαλιστές και φιλοδοξούσε, με τη βοήθεια της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ», να εκφράσει στη βουλή ένα νέο εθνικοσοσιαλιστικό πλειοψηφικό ρεύμα. Το κόμμα του, με τη βοήθεια της ορ΄γανωσης, απέκτησε το παντουρκικής εμβέλειας τηλεοπτικό σταθμό ULUSAL KANAL (Εθνικό Κανάλι).
Ιλχάν Σελτσούκ (İlhan Selçuk)
Εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας Τζουμχουριέτ, που θεωρείται το κάστρο του κεμαλισμού. Η οργάνωση, δια του στρατηγού Βελί Κιουτσούκ, έκανε προσπάθειες να αποκτήσει το σύνολο των μετοχών της. Ο ίδιος ο Σελτσούκ θεωρείται ένας από τους ιδεολογικούς καθοδηγητές της οργάνωσης.
Σεντάτ Πεκέρ (Sedat Peker)
Ένας από τους νέους αρχηγούς της μαφίας των ακροδεξιών στην Τουρκία, μετά το θάνατο -στο ατύχημα του Σουσουρλούκ- του Αμπντουλλάχ Τσατλί και την υπερβολική έκθεση στη δημοσιότητα του φυλακισμένου για διακίνηση ναρκωτικών και σύσταση συμμορίας Αλλαατίν Τσακιτζί (Alaatin Çakıcı). Βρίσκεται στη φυλακή από το 2005, εκτίοντας φυλάκιση 14 ετών και 5 μηνών για σύσταση συμμορίας. Θεωρείται ο επικεφαλής της «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ» στο χώρο του οργανωμένου εγκλήματος.
Γιασάρ Όζ (Yaşar Öz)
Βρίσκεται στη φυλακή για συμμετοχή στο σκάνδαλο Σουσουρλούκ και για διακίνηση ναρκωτικών. Όταν τον συνέλαβαν οι αρχές και τον οδηγούσαν στις φυλακές, δήλωσε στις κάμερες ότι οι τουρκικές αρχές τον χρησιμοποίησαν και τον έβαλαν να καίει τα ελληνικά δάση και τώρα τον βάζουν μέσα. Ενώ είναι στη φυλακή, οδηγήθηκε στον ανακριτή που διεξάγει την ανάκριση για την «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ».
Σαμί Χοστάν (Sami Hostan)
Ένας από τους μεγαλύτερους εμπόρων ναρκωτικών της Τουρκίας, με παλιές σχέσεις με τις κρατικές αρχές. Αποτελούσε επί σειρά ετών τον εθνικό έμπορο ναρκωτικών. Από τα έσοδα του εμπορίου ναρκωτικών χρηματοδοτείται βασικά το βαθύ κράτος και η ίδια η οργάνωση «ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ». Κατηγορήθηκε για εμπλοκή στη δολοφονία του βασιλιά των καζίνων μεγαλοεπιχειρηματία Ομέρ Λιουτφί Τοπάλ (Ömer Lütfi Topal), το 1996, καθώς και του επίσης εμπόρου ναρκωτικών και εμίσθου υπαλλήλου της ΜΙΤ, Ταρίκ Ουμίτ (Tarık Ümit). Διατηρούσε στενές σχέσεις με τον προφυλακισμένο στρατηγό Βελί Κιουτσούκ.
Σεμίχ Τουφάν Γκιουλατάι (Semih Tufan Gülaltay)
Είναι ο ιδρυτής της παραστρατιωτικής-τρομοκρατικής οργάνωσης «Τουρκική Ταξιαρχία Εκδίκησης» (ΤΙΤ- Türk İntikam Tugayı), με πλούσια ανθελληνική δράση. Ο ίδιος καταδικάστηκε ως ηθικός και φυσικός αυτουργός της απόπειρας δολοφονίας του πρόεδρου της τουρκικής Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Ακίν Μπιρντάλ (Akın Birdal). Στην επίθεση συμμετείχε και ένας νεαρός, που είχε γεννηθεί στην ελληνική Θράκη.






PREMIÈRE SECTION





AFFAIRE EMIN ET AUTRES c. GRÈCE

(Requête no 34144/05)











ARRÊT



STRASBOURG

27 mars 2008


Cet arrêt deviendra définitif dans les conditions définies à l'article 44 § 2 de la Convention. Il peut subir des retouches de forme.
En l'affaire Emin et autres c. Grèce,
La Cour européenne des Droits de l'Homme (première section), siégeant en une chambre composée de :
Nina Vajić, présidente, Khanlar Hajiyev, Dean Spielmann, Sverre Erik Jebens, Giorgio Malinverni, George Nicolaou, juges, Petros Pararas, juge ad hoc,et de Søren Nielsen, greffier de section,
Après en avoir délibéré en chambre du conseil le 6 mars 2008,
Rend l'arrêt que voici, adopté à cette date :
PROCÉDURE
1. A l'origine de l'affaire se trouve une requête (no 34144/05) dirigée contre la République hellénique par sept ressortissantes de cet Etat, Mmes Houlia Emin, Aisse Galip, Feriste Devetzioglou, Mediha Bekiroglou, Aisse Molla Ismail, Eminet Mehmet Ahmet et Gioulsen Memet (« les requérantes »), qui ont saisi la Cour le 19 septembre 2005 en vertu de l'article 34 de la Convention de sauvegarde des droits de l'homme et des libertés fondamentales (« la Convention »).
2. Les requérantes sont représentées par Me O. Hatzibram, avocat au barreau de Xanthi. Le gouvernement grec (« le Gouvernement ») est représenté par les délégués de son agent, M. M. Apessos, conseiller auprès du Conseil juridique de l'Etat, M. S. Spyropoulos, assesseur auprès du Conseil juridique de l'Etat et Mme Z. Hatzipavlou, auditrice auprès du Conseil juridique de l'Etat.
3. Les requérantes se plaignaient, notamment sous l'angle des articles 6 § 1, 9, 10, 11 et 14 de la Convention, du refus des juridictions nationales d'enregistrer leur association et de la durée de cette procédure.
4. Le 10 novembre 2006, la Cour a décidé de communiquer les griefs tirés des articles 11 et 14 de la Convention au Gouvernement. Se prévalant des dispositions de l'article 29 § 3, elle a décidé que seraient examinés en même temps la recevabilité et le bien-fondé de l'affaire.
EN FAIT
I. LES CIRCONSTANCES DE L'ESPÈCE
5. Les requérantes résident à Rodopi (Thrace).
6. Le 21 mars 2001, les requérantes, avec d'autres femmes de la région, décidèrent de fonder une association à but non lucratif (σωματείο) dénommée « Association culturelle des femmes turques de la région de Rodopi » (Πολιτιστικός Σύλλογος Τούρκων Γυναικών Νομού Ροδόπης). Le siège de l'association fut fixé à Komotini, capitale du département. Selon l'article 2 de ses statuts, l'association avait pour but « a) la création d'un lieu de rencontre de femmes du département de Rodopi pour la promotion et la satisfaction de leurs besoins de culture, d'éducation et de divertissement, b) l'exaltation sociale, morale et spirituelle de ses membres, c) l'établissement de liens de sororité entre ses membres et d) le maintien et la propagation du patrimoine culturel populaire à travers la revivification de traditions locales, en collaboration avec les institutions locales ».
7. Le 5 avril 2001, les requérantes, qui constituaient le comité directeur provisoire de l'association, demandèrent, en vertu de l'article 79 du code civil, l'enregistrement de leur association auprès du tribunal de première instance de Rodopi.
8. Le 6 juin 2001, le tribunal de première instance de Rodopi rejeta leur demande, au motif que le titre de l'association était formulé de telle manière qu'il risquait d'induire des tiers en erreur quant à l'origine de ses membres (décision no 146/2001).
9. Le 4 juillet 2001, les requérantes interjetèrent appel.
10. Le 17 janvier 2003, la cour d'appel de Thrace confirma la décision attaquée. La cour d'appel rappela au préalable qu'en vertu du Traité de Lausanne, seule une minorité musulmane, et non une minorité turque, a été reconnue dans la région de la Thrace occidentale. Elle releva en outre qu'en vertu du droit interne, seuls les Grecs peuvent constituer des associations et nota qu'en effet, les membres de l'association étaient des ressortissantes grecques. Or, le titre de l'association en cause laissait entendre que ses membres se considéraient comme Turques, avec la conscience nationale turque et visant à répandre en Grèce les idéaux turcs. Par conséquent, la cour d'appel considéra que l'utilisation du titre litigieux créait une confusion quant à l'origine et la citoyenneté de ses membres, ainsi que l'impression de l'existence d'une minorité turque sur le territoire grec. Le titre de l'association, en combinaison avec les termes de ses statuts, était donc contraire à l'ordre public. Elle ajouta que le refus d'enregistrer l'association était proportionné aux buts légitimes poursuivis et que ses membres avaient la possibilité de créer une association « portant un titre qui ne serait pas trompeur quant à leur identité » (arrêt no 23/2003).
11. Le 26 février 2003, les requérantes se pourvurent en cassation, en se fondant, entre autres, sur les articles 9, 10, 11 et 14 de la Convention européenne.
12. Le 1er avril 2005, la Cour de cassation débouta les requérantes, après avoir considéré que l'arrêt no 23/2003 de la cour d'appel de Thrace était suffisamment motivé (arrêt no 586/2005).
II. LE DROIT INTERNE PERTINENT
A. La Constitution
13. L'article 4 § 1 de la Constitution se lit ainsi :
« Tous les Grecs sont égaux devant la loi. »
14. L'article 12 § 1 de la Constitution est ainsi libellé :
« Tous les Grecs sont en droit de former des syndicats et associations à but non lucratif, conformément à la loi qui ne peut toutefois jamais soumettre l'exercice de ce droit à une autorisation préalable. »
B. Le code civil
15. Le code civil contient les dispositions suivantes concernant les associations à but non lucratif :
Article 78Association
« Une union de personnes poursuivant un but non lucratif acquiert la personnalité juridique dès son inscription dans un registre spécial public (association) tenu auprès du tribunal de grande instance de son siège. Vingt personnes au moins sont nécessaires pour la constitution d'une association. »
Article 79Requête aux fins de l'enregistrement de l'association
« Pour que l'association soit inscrite au registre, les fondateurs ou le comité directeur de celle-ci doivent déposer une requête auprès du tribunal de grande instance. Doivent être annexés à cette requête, l'acte constitutif, la liste des noms des personnes composant le comité directeur et les statuts datés et signés par les membres de celui-ci. »
Article 80Statuts de l'association
« Les statuts de l'association, pour qu'ils soient valides, doivent préciser : a) le but, le titre et le siège de l'association, b) les conditions d'admission, de retrait et d'expulsion des membres de celle-ci ainsi que leurs droits et obligations, (...) »
Article 81Décision d'enregistrer une association
« Le tribunal de grande instance accueille la demande s'il est convaincu que toutes les conditions légales sont remplies (...) »
Article 105Dissolution de l'association
« Le tribunal de grande instance ordonne la dissolution de l'association (...) c) si l'association poursuit un but différent de celui fixé par les statuts, ou si son objet ou son fonctionnement s'avèrent contraires à la loi, aux bonnes mœurs ou à l'ordre public. »
EN DROIT
I. SUR LA VIOLATION ALLÉGUÉE DES ARTICLES 9, 10 ET 11 DE LA CONVENTION
16. Les requérantes se plaignent qu'en refusant d'enregistrer leur association, les juridictions nationales ont porté atteinte à leurs droits garantis par les articles 9, 10 et 11 de la Convention, ainsi que par l'article 27 du Pacte international sur les droits civils et politiques.
17. La Cour rappelle d'emblée qu'elle n'est compétente que pour examiner des requêtes par lesquelles une violation des droits et libertés garantis par la Convention ou ses Protocoles est alléguée ; elle n'est pas compétente pour examiner des requêtes relatives à de prétendues violations d'autres instruments internationaux ou du droit interne.
18. Par ailleurs, la Cour examinera ce grief uniquement sous l'angle de l'article 11 qui apparaît, en l'espèce, comme une lex specialis par rapport aux droits garantis aux articles 9 et 10 de la Convention. Aux termes de cette disposition :
« 1. Toute personne a droit à la liberté de réunion pacifique et à la liberté d'association, y compris le droit de fonder avec d'autres des syndicats et de s'affilier à des syndicats pour la défense de ses intérêts.
2. L'exercice de ces droits ne peut faire l'objet d'autres restrictions que celles qui, prévues par la loi, constituent des mesures nécessaires, dans une société démocratique, à la sécurité nationale, à la sûreté publique, à la défense de l'ordre et à la prévention du crime, à la protection de la santé ou de la morale, ou à la protection des droits et libertés d'autrui. Le présent article n'interdit pas que des restrictions légitimes soient imposées à l'exercice de ces droits par les membres des forces armées, de la police ou de l'administration de l'Etat. »
A. Sur la recevabilité
19. La Cour constate que ce grief n'est pas manifestement mal fondé au sens de l'article 35 § 3 de la Convention. La Cour relève par ailleurs que celui-ci ne se heurte à aucun autre motif d'irrecevabilité. Il convient donc de le déclarer recevable.
B. Sur le fond
1. Les thèses des parties
20. Le Gouvernement, après un long rappel de la jurisprudence de la Cour sur l'article 11, puis du droit interne pertinent, souligne que la liberté d'association n'est pas absolue. Invoquant le Traité de Lausanne, qui reconnaît seulement une minorité religieuse et non pas une minorité ethnique sur le territoire grec, il affirme que les autorités nationales ont à bon droit refusé d'enregistrer l'association des requérantes, car son titre créait la confusion et le doute quant à la citoyenneté de ses membres. Selon le Gouvernement, rien n'interdit aux requérantes, ni à tous les autres ressortissants grecs de religion musulmane, de créer une association qui respecte les conditions de légalité et dont le titre ne crée pas d'ambigüité sur l'identité et les buts de ses membres. Le Gouvernement conclut que, compte tenu de la marge d'appréciation dont elles disposent, en particulier lorsqu'il s'agit de questions touchant à l'ordre public, les juridictions grecques ont en l'espèce satisfait au critère de proportionnalité.
21. Les requérantes répondent que le Traité de Lausanne n'interdit pas aux minorités de se définir par l'épithète « turc ». Quoi qu'il en soit, leur association était un groupement de femmes qui avait comme but d'améliorer la condition des femmes se sentant appartenir non pas à la minorité, mais à la culture turque, notion plus large et comprenant d'autres éléments, tels que l'appartenance ethnique, la langue, etc. Selon elles, le rejet de leur demande était insuffisamment et abstraitement motivé. Il ne ressort d'aucun élément du dossier qu'elles aient voulu porter atteinte à l'ordre public grec ni que le refus d'enregistrer leur association fût une mesure nécessaire dans une société démocratique.
2. L'appréciation de la Cour
a) Principes généraux
22. La Cour souligne que le droit qu'énonce l'article 11 inclut celui de fonder une association. La possibilité pour les citoyens de former une personne morale afin d'agir collectivement dans un domaine d'intérêt commun constitue un des aspects les plus importants du droit à la liberté d'association, sans quoi ce droit se trouverait dépourvu de toute signification. Si la Cour a souvent mentionné le rôle essentiel joué par les partis politiques pour le maintien du pluralisme et de la démocratie, les associations créées à d'autres fins, notamment la protection du patrimoine culturel ou spirituel, la poursuite de divers buts sociaux ou économiques, la recherche d'une identité ethnique ou l'affirmation d'une conscience minoritaire, sont également importantes pour le bon fonctionnement de la démocratie (Gorzelik et autres c. Pologne [GC], no 44158/98, § 92, CEDH 2004‑I).
23. La manière dont la législation nationale consacre cette liberté et l'application de celle-ci par les autorités dans la pratique sont donc révélatrices de l'état de la démocratie dans le pays dont il s'agit. Assurément, les Etats disposent d'un droit de regard sur la conformité du but et des activités d'une association avec les règles fixées par la législation, mais ils doivent en user d'une manière conciliable avec leurs obligations au titre de la Convention et sous réserve du contrôle de la Cour.
24. En conséquence, les exceptions visées à l'article 11 appellent une interprétation stricte, seules des raisons convaincantes et impératives pouvant justifier des restrictions à la liberté d'association. Pour juger en pareil cas de l'existence d'une nécessité au sens de l'article 11 § 2, les Etats ne disposent que d'une marge d'appréciation réduite, laquelle se double d'un contrôle européen rigoureux portant à la fois sur la loi et sur les décisions qui l'appliquent, y compris celles rendues par des juridictions indépendantes (Gorzelik et autres c. Pologne, précité, § 96).
25. Lorsqu'elle exerce son contrôle, la Cour n'a point pour tâche de se substituer aux juridictions internes compétentes, mais de vérifier, sous l'angle de l'article 11, les décisions qu'elles ont rendues en vertu de leur pouvoir d'appréciation. Il ne s'ensuit pas qu'elle doive se borner à rechercher si l'Etat défendeur a usé de ce pouvoir de bonne foi, avec soin et de façon raisonnable. Il lui faut encore considérer l'ingérence litigieuse, compte tenu de l'ensemble de l'affaire, pour déterminer si elle était « proportionnée au but légitime poursuivi » et si les motifs invoqués par les autorités nationales pour la justifier apparaissent « pertinents et suffisants ». Ce faisant, la Cour doit se convaincre que les autorités nationales ont appliqué des règles conformes aux principes consacrés par l'article 11 et ce, de surcroît, en se fondant sur une appréciation acceptable des faits pertinents (Sidiropoulos et autres c. Grèce, arrêt du 10 juillet 1998, Recueil des arrêts et décisions 1998-IV, p. 1614, § 40 ; Bekir-Ousta et autres c. Grèce, no 35151/05, § 39, 11 octobre 2007).
b) Application en l'espèce des principes susmentionnés
26. En l'occurrence, il n'est pas contesté par les parties que le refus des tribunaux grecs d'enregistrer l'association des requérantes s'analyse en une ingérence des autorités dans l'exercice du droit à la liberté d'association de ces dernières. Cette ingérence était « prévue par la loi », les articles 79 à 81 du code civil permettant aux tribunaux de rejeter la demande d'enregistrement d'une association lorsqu'ils constatent que la validité des statuts de l'association est sujette à caution. Par ailleurs, la Cour admet que l'ingérence litigieuse visait un but légitime au regard de l'article 11 § 2 de la Convention, à savoir la défense de l'ordre public.
27. Dès lors, il reste principalement à examiner si l'ingérence litigieuse était « nécessaire, dans une société démocratique » pour atteindre le but légitime poursuivi. La Cour rappelle sur ce point que l'adjectif « nécessaire » implique un « besoin social impérieux » (Gorzelik et autres c. Pologne, précité, § 95).
28. La Cour note, en premier lieu, que le refus d'enregistrer l'association des requérantes fut essentiellement motivé par le souci de couper court à l'intention qu'on leur prêtait de promouvoir l'idée qu'il existe en Grèce une minorité ethnique dont les idéaux devaient être promus. Autrement dit, la mesure litigieuse s'appuya sur une simple suspicion quant aux véritables intentions des fondatrices de l'association et aux actions que celle-ci aurait pu mener une fois qu'elle aurait commencé à fonctionner. Toutefois, les intentions des requérantes n'ont pas pu en l'espèce être vérifiées par rapport à la conduite de l'association dans la pratique, puisque celle-ci n'a jamais été enregistrée.
29. Rappelant qu'aux termes de sa jurisprudence, l'administration des preuves relève au premier chef des règles du droit interne et qu'il revient en principe aux juridictions nationales d'apprécier les éléments recueillis par elles (voir, parmi beaucoup d'autres, García Ruiz c. Espagne [GC], no 30544/96, § 28, CEDH 1999-I), la Cour n'est pas pour autant satisfaite que les juridictions saisies se soient contentées du seul titre « Association culturelle des femmes turques de la région de Rodopi », pour conclure à la dangerosité de l'association pour l'ordre public.
30. De plus, s'il ne lui appartient pas d'évaluer le poids accordé par l'Etat défendeur aux questions relatives à la minorité musulmane en Thrace occidentale, la Cour pense toutefois que, à supposer même que le véritable but de l'association fût de promouvoir l'idée qu'il existe en Grèce une minorité ethnique, ceci ne saurait passer pour constituer à lui seul une menace pour une société démocratique ; cela est d'autant plus vrai que rien dans les statuts de l'association n'indiquait que ses membres prônaient le recours à la violence ou à des moyens antidémocratiques ou anticonstitutionnels. La Cour tient à rappeler sur ce point que la législation grecque n'institue pas un système de contrôle préventif pour l'établissement des associations à but non lucratif : l'article 12 de la Constitution précise que la création d'associations ne peut pas être soumise à une autorisation préalable ; quant à l'article 81 du code civil, il autorise les tribunaux à exercer un simple contrôle de légalité en la matière et non un contrôle d'opportunité (voir paragraphes 14 et 15 ci-dessus).
31. Enfin, la Cour ne saurait exclure que l'association, une fois fondée, aurait pu, sous le couvert des buts mentionnés dans ses statuts, se livrer à des activités inconciliables avec ceux-ci et pouvant troubler l'ordre public. Or, même si une telle éventualité était confirmée, les autorités ne se trouveraient pourtant pas désarmées : en vertu de l'article 105 du code civil, le tribunal de grande instance pourrait ordonner la dissolution de l'association, si elle poursuivait par la suite un but différent de celui fixé par les statuts ou si son fonctionnement s'avérait contraire à la loi, aux bonnes mœurs ou à l'ordre public (voir paragraphe 15 ci-dessus).
32. A la lumière de ce qui précède, la Cour ne voit guère quel était le « besoin social impérieux » pour refuser d'enregistrer l'association des requérantes et conclut que la mesure incriminée était disproportionnée aux objectifs poursuivis. Dès lors, il y a eu violation de l'article 11.
III. SUR LA VIOLATION ALLÉGUÉE DE L'ARTICLE 14 DE LA CONVENTION COMBINÉ AVEC L'ARTICLE 11
33. Les requérantes se plaignent que le rejet de la demande d'enregistrement de leur association, en raison de l'emploi du terme « turque », a créé une distinction discriminatoire par rapport à d'autres associations reconnues par les juridictions internes et dont les membres appartiennent à une minorité ethnique. Elles invoquent l'article 14 de la Convention, ainsi libellé :
« La jouissance des droits et libertés reconnus dans la (...) Convention doit être assurée, sans distinction aucune, fondée notamment sur le sexe, la race, la couleur, la langue, la religion, les opinions politiques ou toutes autres opinions, l'origine nationale ou sociale, l'appartenance à une minorité nationale, la fortune, la naissance ou toute autre situation. »
A. Sur la recevabilité
34. La Cour constate que ce grief n'est pas manifestement mal fondé au sens de l'article 35 § 3 de la Convention. La Cour relève par ailleurs que celui-ci ne se heurte à aucun autre motif d'irrecevabilité. Il convient donc de le déclarer recevable.
B. Sur le fond
35. Le Gouvernement note que les juridictions internes ont refusé d'enregistrer l'association en cause, non pas en se fondant sur l'origine ethnique de ses membres, mais en raison de l'emploi du terme « femmes turques », qui sous-entendait l'existence d'une minorité turque sur le territoire grec, ce qui serait contraire au Traité de Lausanne et à l'ordre public.
36. Les requérantes affirment que d'autres associations, fondées par des personnes appartenant à d'autres minorités, telles que l'« Association des femmes helléniques » ou les associations fondées par des Roms ou des Pomaques, sont tolérées par les pouvoirs publics.
37. La Cour note que cette plainte se rapporte aux mêmes faits que les doléances fondées sur l'article 11 de la Convention (voir, Sidiropoulos et autres c. Grèce, précité, p. 1619, § 52). Eu égard à sa conclusion sur le terrain de cette disposition (voir paragraphe 32 ci-dessus), la Cour estime qu'il n'y a pas lieu d'examiner séparément ce grief.
III. SUR LA VIOLATION ALLÉGUÉE DE L'ARTICLE 6 § 1 DE LA CONVENTION
38. Les requérantes allèguent que la durée de la procédure a méconnu le principe du « délai raisonnable » tel que prévu par l'article 6 § 1 de la Convention, ainsi libellé :
« Toute personne a droit à ce que sa cause soit entendue (...) dans un délai raisonnable, par un tribunal (...), qui décidera (...) des contestations sur ses droits et obligations de caractère civil (...) »
Sur la recevabilité
39. La Cour rappelle que le caractère raisonnable de la durée d'une procédure s'apprécie suivant les circonstances de la cause et eu égard aux critères consacrés par sa jurisprudence, en particulier la complexité de l'affaire, le comportement du requérant et celui des autorités compétentes ainsi que l'enjeu du litige pour les intéressés (voir, parmi beaucoup d'autres, Frydlender c. France [GC], no 30979/96, § 43, CEDH 2000-VII).
40. En l'occurrence, la Cour note que la procédure litigieuse a débuté le 5 avril 2001, avec la saisine du tribunal de première instance de Rodopi, et s'est terminée le 1er avril 2005, avec l'arrêt no 586/2005 de la Cour de cassation. Elle connut donc une durée de plus de trois ans et onze mois pour trois degrés de juridiction. La Cour estime que ce délai est loin d'être excessif et qu'il n'y a donc pas eu dépassement du « délai raisonnable » au sens de l'article 6 § 1 de la Convention.
41. Il s'ensuit que ce grief est manifestement mal fondé et doit être rejeté en application de l'article 35 §§ 3 et 4 de la Convention.
IV. SUR L'APPLICATION DE L'ARTICLE 41 DE LA CONVENTION
42. Aux termes de l'article 41 de la Convention,
« Si la Cour déclare qu'il y a eu violation de la Convention ou de ses Protocoles, et si le droit interne de la Haute Partie contractante ne permet d'effacer qu'imparfaitement les conséquences de cette violation, la Cour accorde à la partie lésée, s'il y a lieu, une satisfaction équitable. »
A. Dommage
43. Les requérantes demandent la réparation de leur préjudice moral, mais laissent à la Cour le soin d'en fixer le montant.
44. Le Gouvernement affirme qu'un constat de violation constituerait en soi une satisfaction équitable suffisante au titre du dommage moral prétendument subi par les requérantes.
45. La Cour ne doute pas que les requérantes aient subi un dommage moral. Elle l'estime toutefois suffisamment compensé par le constat de violation de l'article 11 de la Convention.
B. Frais et dépens
46. Les requérantes n'ont présenté aucune demande au titre des frais et dépens. Partant, il n'y pas lieu de leur octroyer de somme à ce titre.
C. Intérêts moratoires
47. La Cour juge approprié de baser le taux des intérêts moratoires sur le taux d'intérêt de la facilité de prêt marginal de la Banque centrale européenne majoré de trois points de pourcentage.
PAR CES MOTIFS, LA COUR, À L'UNANIMITÉ,
1. Déclare la requête irrecevable quant au grief tiré de la durée de la procédure et recevable pour le surplus ;

2. Dit qu'il y a eu violation de l'article 11 de la Convention ;

3. Dit qu'il n'y a pas lieu d'examiner séparément le grief tiré de l'article 14 de la Convention combiné avec l'article 11 ;

4. Dit que le constat d'une violation fournit en soi une satisfaction équitable suffisante pour le préjudice moral.

Fait en français, puis communiqué par écrit le 27 mars 2008 en application de l'article 77 §§ 2 et 3 du règlement.
Søren Nielsen Nina Vajić Greffier Présidente







PREMIÈRE SECTION






AFFAIRE TOURKIKI ENOSI XANTHIS ET AUTRES c. GRÈCE



(Requête no 26698/05)











ARRÊT



STRASBOURG

27 mars 2008


Cet arrêt deviendra définitif dans les conditions définies à l'article 44 § 2 de la Convention. Il peut subir des retouches de forme.
En l'affaire Tourkiki Enosi Xanthis et autres c. Grèce,
La Cour européenne des Droits de l'Homme (première section), siégeant en une chambre composée de :
Nina Vajić, présidente, Khanlar Hajiyev, Dean Spielmann, Sverre Erik Jebens, Giorgio Malinverni, George Nicolaou, juges, Petros Pararas, juge ad hoc,et de Søren Nielsen, greffier de section,
Après en avoir délibéré en chambre du conseil le 6 mars 2008,
Rend l'arrêt que voici, adopté à cette date :
PROCÉDURE
1. A l'origine de l'affaire se trouve une requête (no 26698/05) dirigée contre la République hellénique par deux associations et huit ressortissants de cet Etat, dont les noms figurent ci-joint (« les requérants »), qui ont saisi la Cour le 15 juillet 2005 en vertu de l'article 34 de la Convention de sauvegarde des droits de l'homme et des libertés fondamentales (« la Convention »).
2. Les requérants sont représentés par Me O. Hatzibram, avocat au barreau de Xanthi. Le gouvernement grec (« le Gouvernement ») est représenté par les délégués de son agent, MM. M. Apessos, conseiller auprès du Conseil juridique de l'Etat, C. Georgiadis, assesseur auprès du Conseil juridique de l'Etat et Mme Z. Hatzipavlou, auditrice auprès du Conseil juridique de l'Etat.
3. Les requérants se plaignaient, notamment, sous l'angle des articles 6 § 1, 9, 10, 11 et 14 de la Convention, de la dissolution de la première requérante par décision des juridictions internes ainsi que de la durée et de l'équité de la procédure y afférente.
4. Le 14 septembre 2006, la Cour a décidé de communiquer les griefs tirés des articles 6 § 1, 11 et 14 au Gouvernement. Se prévalant des dispositions de l'article 29 § 3, elle a décidé que seraient examinés en même temps la recevabilité et le bien-fondé de l'affaire.
EN FAIT
I. LES CIRCONSTANCES DE L'ESPÈCE
5. La première requérante est une association à but culturel et sportif, ayant son siège à Xanthi. Les neuf autres requérants sont intervenus en faveur de la première requérante lors de la procédure devant la Cour de cassation. Hormis les deuxième, troisième et dixième requérants, les autres sont membres de la première requérante.
1. Le contexte de l'affaire
6. La première requérante a été fondée en 1927 sous le nom de « Maison de la jeunesse turque de Xanthi », dans la région de la Thrace occidentale, par des citoyens grecs appartenant à la minorité musulmane. Ses buts, tels qu'ils ressortent de ses statuts, étaient de préserver et de promouvoir la culture des « Turcs de Thrace occidentale », créer des liens d'amitié et de solidarité entre eux et contribuer à la propagation des réformes culturelles, sociales et religieuses survenues en Turquie après le changement de régime initié par Mustafa Kemal Atatürk. L'association a également mis en place des activités culturelles et sportives.
7. En 1936, la première requérante sollicita auprès du tribunal de première instance de Xanthi la modification de son nom en « Association turque de Xanthi ». La même année, le tribunal de première instance de Xanthi fit droit à sa demande (décision no 122/1936).
8. Le 29 novembre 1983, le préfet de Xanthi saisit le tribunal de première instance de Xanthi d'une demande en référé tendant à interdire à la première requérante l'usage du terme « turc » sur toute enseigne, document ou cachet de celle-ci.
9. Le 2 décembre 1983, le tribunal de première instance de Xanthi fit droit à la demande du préfet de Xanthi (décision no 561/1983).
2. La procédure litigieuse
10. Le 30 janvier 1984, le préfet de Xanthi saisit le tribunal de grande instance de Xanthi d'une demande de dissolution de la première requérante. Il affirmait que les statuts de ladite association portaient atteinte à l'ordre public.
11. Le 11 mars 1986, le tribunal de grande instance de Xanthi fit droit à la demande du préfet de Xanthi et ordonna la dissolution de la première requérante. Il considéra qu'il était fait référence dans les statuts de l'association aux réformes culturelles, sociales et religieuses survenues en Turquie après le changement de régime initié par Atatürk, sans pour autant fournir d'explication précise de ces réformes. Par conséquent, le tribunal considéra qu'il n'était pas en mesure d'évaluer si les principes étaient en concordance avec les principes directeurs du régime grec (arrêt no 36/1986).
12. Le 20 août 1986, la première requérante interjeta appel de l'arrêt no 36/1986. Le 18 décembre 1997, elle demanda à la cour d'appel de Thrace la fixation d'une audience.
13. Le 19 mars 1999, la cour d'appel de Thrace confirma l'arrêt attaqué. Elle considéra que les buts énoncés dans les statuts et l'emploi du terme « turc » allaient à l'encontre de l'ordre public (arrêt no 117/1999).
14. Le 15 juin 1999, la première requérante se pourvut en cassation. Le 8 décembre 2000, la Cour de cassation cassa l'arrêt attaqué pour insuffisance de motivation et renvoya l'affaire devant la cour d'appel de Thrace (arrêt no 1530/2000).
15. Le 25 janvier 2002, la cour d'appel de Thrace confirma l'arrêt no 36/1986 du tribunal de grande instance de Xanthi. Elle considéra que les buts énoncés dans ses statuts ainsi que les activités menées par la société requérante n'étaient pas conformes à l'ordre public interne. En particulier, la cour d'appel jugea que l'association considérait ses membres en tant que Turcs et non pas en tant que « musulmans de citoyenneté grecque », comme l'avait reconnu le Traité de Lausanne, traité multilatéral signé en 1923, entre autres, par la Grèce et la Turquie. La cour d'appel considéra, de plus, que la première requérante visait la propagation en Grèce des idéaux turcs, tels que les avait définis Mustafa Kemal Atatürk lors de la proclamation de la République en Turquie. Ce faisant, ladite association se distinguait d'autres associations, reconnues en Grèce et dont les membres appartenaient à des minorités ethniques, car celles-ci visaient uniquement à préserver leurs coutumes et traditions culturelles. Enfin, la cour d'appel nota que certains des membres de la première requérante, y inclus son président, présentaient la minorité musulmane de Thrace comme une « minorité turque fortement opprimée ». En particulier, la cour d'appel releva notamment que le président de la première requérante avait participé à une conférence organisée par le Comité des droits de l'homme du Parlement turc ainsi qu'à un colloque international organisé par la « Fédération des Turcs de la Thrace occidentale ». Lors dudit colloque, il avait été décidé d'informer le public sur le fait que l'administration grecque s'appropriait des droits des « Turcs de la Thrace occidentale ». Enfin, la cour d'appel nota que, dans un courrier adressé par la première requérante au quotidien turc « Hürriyet », celle-ci faisait référence « aux Turcs de la Thrace occidentale ayant défendu leur identité dans n'importe quelle circonstance ». La cour d'appel conclut que dans l'hypothèse où la première requérante ne visait, par son titre, qu'à faire référence à l'origine des ses membres, elle aurait pu employer un terme différent que celui d' « association turque » (arrêt no 31/2002).
16. Le 8 avril 2002, la première requérante se pourvut en cassation. Le 18 décembre 2002, les neuf autres requérants intervinrent dans la procédure devant la Cour de cassation en faveur de la première requérante. Le 5 décembre 2003, la Cour de cassation renvoya l'affaire devant l'assemblée plénière en raison de son importance (arrêt no 1549/2003). Le 7 février 2005, l'assemblée plénière de la Cour de cassation débouta les requérants, après avoir considéré que l'arrêt no 31/2002 de la cour d'appel de Thrace était suffisamment motivé, que les buts de l'association ainsi que ses activités étaient contraires à l'ordre public et que, par conséquent, la mesure de dissolution était nécessaire (arrêt no 4/2005).
II. LE DROIT INTERNE PERTINENT
A. La Constitution
17. L'article 4 § 1 de la Constitution se lit ainsi :
« Tous les Grecs sont égaux devant la loi. »
18. L'article 12 § 1 de la Constitution est ainsi libellé :
« Tous les Grecs sont en droit de former des syndicats et associations à but non lucratif, conformément à la loi, qui ne peut toutefois jamais soumettre l'exercice de ce droit à une autorisation préalable. »
B. Le code civil
19. Le code civil contient les dispositions suivantes concernant les associations à but non lucratif :
Article 78Association
« Une union de personnes poursuivant un but non lucratif acquiert la personnalité juridique dès son inscription dans un registre spécial public (association) tenu auprès du tribunal de grande instance de son siège. Vingt personnes au moins sont nécessaires pour la constitution d'une association. »
Article 79Requête aux fins de l'enregistrement de l'association
« Pour que l'association soit inscrite au registre, les fondateurs ou le comité directeur de celle-ci doivent déposer une requête auprès du tribunal de grande instance. Doivent être annexés à cette requête l'acte constitutif, la liste des noms des personnes composant le comité directeur et les statuts datés et signés par les membres de celui-ci. »
Article 80Statuts de l'association
« Les statuts de l'association, pour qu'ils soient valides, doivent préciser : a) le but, le titre et le siège de l'association, b) les conditions d'admission, de retrait et d'expulsion des membres de celle-ci ainsi que leurs droits et obligations, (...). »
Article 81Décision d'enregistrer une association
« Le tribunal de grande instance accueille la demande s'il est convaincu que toutes les conditions légales sont remplies (...). »
Article 105Dissolution de l'association
« Le tribunal de grande instance ordonne la dissolution de l'association (...) c) si l'association poursuit un but différent de celui fixé par les statuts, ou si son objet ou son fonctionnement s'avèrent contraires à la loi, aux bonnes mœurs ou à l'ordre public. »
C. Le code de procédure civile
20. Les dispositions pertinentes du code de procédure civile se lisent ainsi :
Article 106
« Le tribunal agit uniquement à la demande d'une partie et décide sur la base des allégations soulevées par les parties (...) »
Article 108
« Les actes de procédure ont lieu à l'initiative et à la diligence des parties (...) »
EN DROIT
I. SUR LA VIOLATION ALLÉGUÉE DE L'ARTICLE 6 § 1 DE LA CONVENTION
21. Les requérants allèguent que la durée de la procédure a méconnu le principe du « délai raisonnable ». En outre, ils se plaignent de l'équité de la procédure en référé ayant abouti à la décision no 561/1983 du tribunal de première instance de Xanthi. Ils invoquent l'article 6 § 1 de la Convention, dont les parties pertinentes sont ainsi libellées :
« Toute personne a droit à ce que sa cause soit entendue équitablement (...) et dans un délai raisonnable, par un tribunal (...), qui décidera (...) des contestations sur ses droits et obligations de caractère civil (...). »
A. Sur la durée de la procédure
22. Le Gouvernement estime que le comportement des requérants a largement contribué à prolonger la durée de cette procédure. Le Gouvernement affirme qu'aucun retard ne peut être imputé aux autorités judiciaires, qui ont traité cette affaire avec diligence. En particulier, il relève que la première requérante a mis onze ans et quatre mois pour solliciter auprès du greffe de la cour d'appel la fixation d'une audience.
23. Les requérants affirment que la responsabilité de la durée excessive de la procédure incombe au Gouvernement. Ils justifient le retard pris pour demander la fixation d'une audience en appel au manque de ressources dont ils disposaient pour s'acquitter des frais de justice.
1. Sur la recevabilité
24. S'agissant des deuxième au dixième requérants, la Cour note que la procédure litigieuse a commencé le 18 décembre 2002, date à laquelle ils ont formé une tierce intervention devant la Cour de cassation en faveur de la première requérante, et a pris fin le 7 février 2005 avec l'arrêt no 4/2005 de la Cour de cassation. Elle a donc connu une durée de deux ans et un mois environ pour un degré de juridiction. La Cour estime que ce délai est loin d'être excessif et qu'il n'y a donc pas eu dépassement du « délai raisonnable » au sens de l'article 6 § 1 de la Convention.
25. Il s'ensuit que ce grief est manifestement mal fondé en ce qui concerne les deuxième au dixième requérants et doit être rejeté en application de l'article 35 §§ 3 et 4 de la Convention.
26. S'agissant de la première requérante, la Cour constate que ce grief n'est pas manifestement mal fondé au sens de l'article 35 § 3 de la Convention. La Cour relève par ailleurs que celui-ci ne se heurte à aucun autre motif d'irrecevabilité. Il convient donc de le déclarer recevable.
2. Sur le fond
27. La Cour rappelle que le caractère raisonnable de la durée d'une procédure s'apprécie suivant les circonstances de la cause et eu égard aux critères consacrés par sa jurisprudence, en particulier la complexité de l'affaire, le comportement du requérant et celui des autorités compétentes ainsi que l'enjeu du litige pour les intéressés (voir, parmi beaucoup d'autres, Frydlender c. France [GC], no 30979/96, § 43, CEDH 2000-VII).
28. En l'occurrence, la Cour note que, s'agissant de la première requérante, la procédure litigieuse a débuté le 30 janvier 1984, avec la saisine du tribunal de grande instance de Xanthi, et s'est achevée le 7 février 2005 avec l'arrêt no 4/2005 de la Cour de cassation. Elle a donc connu une durée de plus de vingt et un ans pour trois degrés de juridiction. Certes, la Cour ne perd pas de vue que la première requérante a mis plus de onze ans pour solliciter auprès du greffe de la cour d'appel la fixation d'une audience. Les autorités nationales ne sauraient être tenues comme responsables pour ce délai. Toutefois, même si cette période est imputable à la première requérante, la procédure globale dont l'Etat est responsable s'étale sur dix ans environ pour trois degrés de juridiction. Aux yeux de la Cour, un tel délai ne saurait être considéré comme raisonnable pour une procédure qui ne présentait pas de complexité particulière.
29. La Cour note, de plus, que même dans les cas où, comme en l'espèce, la procédure est régie par le principe de l'initiative des parties, la notion de « délai raisonnable » exige que les tribunaux suivent aussi le déroulement de la procédure et soient plus attentifs en ce qui concerne le laps de temps entre deux audiences (voir Roïdakis c. Grèce, no 7629/05, § 18, 21 juin 2007).
30. Compte tenu de sa jurisprudence en la matière, la Cour estime qu'en l'espèce la durée de la procédure litigieuse est excessive et ne répond pas à l'exigence du « délai raisonnable ».
Partant, il y a eu violation de l'article 6 § 1 de la Convention.
B. Sur l'équité de la procédure
Sur la recevabilité
31. La Cour note d'emblée que la procédure en cause était afférente à une demande en référé tendant à interdire à la première requérante l'usage du terme « turc » sur toute enseigne, document ou cachet de celle-ci. Par conséquent, elle se distingue de la procédure ayant débuté le 30 janvier 1984 et qui s'est achevée avec l'arrêt no 4/2005 de la Cour de cassation, portant sur une demande de dissolution de la première requérante.
32. La Cour note que la procédure en cause s'est achevée le 2 décembre 1983 avec sa décision no 561/1983, à savoir plus de six mois avant le 15 juillet 2005, date d'introduction de la présente requête.
Il s'ensuit que ce grief est tardif et doit être rejeté en application de l'article 35 §§ 1 et 4 de la Convention.
II. SUR LA VIOLATION ALLÉGUÉE DES ARTICLES 9, 10 ET 11 DE LA CONVENTION
33. Les requérants se plaignent qu'en procédant à la dissolution de la première requérante, les autorités nationales ont porté atteinte à leurs droits garantis par les articles 9, 10 et 11 de la Convention, ainsi que par l'article 27 du Pacte international sur les droits civils et politiques.
34. La Cour rappelle d'emblée qu'elle n'est compétente que pour examiner des requêtes par lesquelles une violation des droits et libertés garantis par la Convention ou ses Protocoles est alléguée ; elle n'est pas compétente pour examiner des requêtes relatives à de prétendues violations d'autres instruments internationaux ou du droit interne.
35. Par ailleurs, la Cour examinera ce grief uniquement sous l'angle de l'article 11 qui apparaît, en l'espèce, comme une lex specialis par rapport aux droits garantis aux articles 9 et 10 de la Convention. Aux termes de cette disposition :
« 1. Toute personne a droit à la liberté de réunion pacifique et à la liberté d'association, y compris le droit de fonder avec d'autres des syndicats et de s'affilier à des syndicats pour la défense de ses intérêts.
2. L'exercice de ces droits ne peut faire l'objet d'autres restrictions que celles qui, prévues par la loi, constituent des mesures nécessaires, dans une société démocratique, à la sécurité nationale, à la sûreté publique, à la défense de l'ordre et à la prévention du crime, à la protection de la santé ou de la morale, ou à la protection des droits et libertés d'autrui. Le présent article n'interdit pas que des restrictions légitimes soient imposées à l'exercice de ces droits par les membres des forces armées, de la police ou de l'administration de l'Etat. »
A. Sur la recevabilité
36. Le Gouvernement invite la Cour à rejeter ce grief, pour autant qu'il émane des deuxième, troisième et dixième requérants, comme incompatible ratione personae avec les dispositions de la Convention. Il allègue que ceux-ci ne peuvent pas être considérés comme « victimes » de la violation alléguée.
37. Les requérants ne se prononcent pas sur cette question.
38. La Cour rappelle que, pour se prévaloir de l'article 34 de la Convention, un requérant doit remplir deux conditions : il doit entrer dans l'une des catégories de demandeurs mentionnées dans cette disposition de la Convention, et doit pouvoir se prétendre victime d'une violation de la Convention. Quant à la notion de « victime », selon la jurisprudence constante de la Cour, elle doit être interprétée de façon autonome et indépendante des notions internes telles que celles concernant l'intérêt ou la qualité pour agir (Gorraiz Lizarraga et autres c. Espagne, no 62543/00, § 35, CEDH 2004‑III). En effet, par « victime », l'article 34 de la Convention désigne la ou les victimes directes ou indirectes de la violation alléguée (SARL du Parc d'Activités de Blotzheim c. France, no 72377/01, § 20, 11 juillet 2006). L'article 34 vise, ainsi, non seulement la ou les victimes directes de la violation alléguée, mais encore toute victime indirecte à qui cette violation causerait un préjudice ou qui aurait un intérêt personnel valable à obtenir qu'il y soit mis fin (voir, mutatis mutandis, Tanrıkulu et autres c. Turquie (déc.), no 40150/98, 6 novembre 2001, Open Door et Dublin Well Woman c. Irlande, arrêt du 29 octobre 1992, série A no 246-A, p. 22, § 43, et Otto-Preminger-Institut c. Autriche, arrêt du 20 septembre 1994, série A no 295-A, pp. 15-16, §§ 39-41).
39. Pour autant que les deuxième, troisième et dixième requérants se plaignent d'une atteinte à l'article 11 en raison de la dissolution de la première requérante, la Cour note que ceux-ci n'ont jamais invoqué devant les juridictions internes et la Cour qu'ils étaient membres de la première requérante, que la dissolution de celle-ci leur avait causé un quelconque préjudice ou qu'ils avaient un intérêt personnel valable à obtenir qu'il y soit mis fin. En effet, les deuxième, troisième et dixième requérants soulèvent leur grief tiré de l'article 11 de la Convention uniquement en leur qualité de tiers intervenants lors de la procédure devant la Cour de cassation. Or, cet élément ne suffit pas pour leur attribuer le statut de « victime » directe ou indirecte au sens de l'article 34 de la Convention.
Il s'ensuit que ce grief, pour autant qu'il est soulevé par les deuxième, troisième et dixième requérants, est incompatible ratione personae avec l'article 11 de la Convention au sens de l'article 35 § 3 et doit être rejeté en application de l'article 35 § 4.
40. En outre, s'agissant de la première et du quatrième au neuvième requérants, la Cour constate que ce grief n'est pas manifestement mal fondé au sens de l'article 35 § 3 de la Convention. La Cour relève par ailleurs que celui-ci ne se heurte à aucun autre motif d'irrecevabilité. Il convient donc de le déclarer recevable.
B. Sur le fond
1. Les thèses des parties
41. Le Gouvernement souligne que la liberté d'association n'est pas absolue. Invoquant le Traité de Lausanne qui reconnaît seulement une minorité religieuse, à savoir les « musulmans de citoyenneté grecque », et non pas une minorité ethnique sur le territoire grec, il affirme que les autorités nationales ont à bon droit procédé à la dissolution de la première requérante, car son titre créait la confusion et le doute quant à la citoyenneté de ses membres. Le Gouvernement estime que la cour d'appel a justement considéré que le but et le fonctionnement de la première requérante étaient contraires à l'ordre public, du moment où celle-ci aspirait à répandre l'idée de l'existence d'une minorité turque au sein de l'Etat grec et à servir les intérêts d'un Etat tiers, la Turquie. Pour le Gouvernement, la référence dans les statuts de la première requérante au terme « turc » ne visait pas à évoquer l'origine lointaine de ses membres, mais à les identifier comme membres d'une minorité turque en Grèce. Le Gouvernement relève, de plus, que la cour d'appel a fondé ses considérations sur des faits accomplis, à savoir l'activité de certains des membres de l'association requérante, y inclus son président, consistant à présenter la minorité musulmane de Thrace comme une « minorité turque fortement opprimée ». Selon le Gouvernement, rien n'interdit aux requérants, ni à tous les autres ressortissants grecs de religion musulmane, de créer une association qui respecte les conditions de légalité et dont le titre ne crée pas d'ambigüité sur l'identité et les buts de ses membres. Le Gouvernement conclut que, compte tenu de la marge d'appréciation dont elles disposent, en particulier lorsqu'il s'agit de questions touchant à l'ordre public, les juridictions grecques ont en l'espèce satisfait au critère de proportionnalité.
42. Les requérants répondent, en premier lieu, que le Traité de Lausanne n'interdit pas aux minorités de se définir par l'épithète « turc ». En deuxième lieu, ils notent que la mention dans les statuts de la première requérante des « principes d'Atatürk » est, en effet, une référence aux principes de laïcité, de l'égalité entre homme et femme et aux fondements de toute société démocratique. En dernier lieu, les requérants relèvent que les dirigeants de la première requérante n'ont jamais fait l'objet de poursuites judiciaires en raison d'activités prétendument illégales, comme l'affirme le Gouvernement.
2. L'appréciation de la Cour
a) Principes généraux
43. La Cour souligne que le droit énoncé à l'article 11 inclut celui de fonder une association. La possibilité pour les citoyens de former une personne morale afin d'agir collectivement dans un domaine d'intérêt commun constitue l'un des aspects les plus importants du droit à la liberté d'association, sans quoi ce droit se trouverait dépourvu de toute signification. Si la Cour a souvent mentionné le rôle essentiel joué par les partis politiques pour le maintien du pluralisme et de la démocratie, les associations créées à d'autres fins, notamment la protection du patrimoine culturel ou spirituel, la poursuite de divers buts sociaux ou économiques, la recherche d'une identité ethnique ou l'affirmation d'une conscience minoritaire, sont également importantes pour le bon fonctionnement de la démocratie (Gorzelik et autres c. Pologne [GC], no 44158/98, § 92, CEDH 2004‑I).
44. La manière dont la législation nationale consacre cette liberté et l'application de celle-ci par les autorités dans la pratique sont donc révélatrices de l'état de la démocratie dans le pays dont il s'agit. Assurément, les Etats disposent d'un droit de regard sur la conformité du but et des activités d'une association avec les règles fixées par la législation, mais ils doivent en user d'une manière conciliable avec leurs obligations au titre de la Convention et sous réserve du contrôle de la Cour.
45. En conséquence, les exceptions visées à l'article 11 appellent une interprétation stricte, seules des raisons convaincantes et impératives pouvant justifier des restrictions à la liberté d'association. Pour juger en pareil cas de l'existence d'une nécessité au sens de l'article 11 § 2, les Etats ne disposent que d'une marge d'appréciation réduite, laquelle se double d'un contrôle européen rigoureux portant à la fois sur la loi et sur les décisions qui l'appliquent, y compris celles rendues par des juridictions indépendantes (Gorzelik et autres c. Pologne, précité, § 96).
46. Lorsqu'elle exerce son contrôle, la Cour n'a point pour tâche de se substituer aux juridictions internes compétentes, mais de vérifier, sous l'angle de l'article 11, les décisions qu'elles ont rendues en vertu de leur pouvoir d'appréciation. Il ne s'ensuit pas qu'elle doive se borner à rechercher si l'Etat défendeur a usé de ce pouvoir de bonne foi, avec soin et de façon raisonnable. Il lui faut encore considérer l'ingérence litigieuse, compte tenu de l'ensemble de l'affaire, pour déterminer si elle était « proportionnée au but légitime poursuivi » et si les motifs invoqués par les autorités nationales pour la justifier apparaissent « pertinents et suffisants ». Ce faisant, la Cour doit se convaincre que les autorités nationales ont appliqué des règles conformes aux principes consacrés par l'article 11 et ce, de surcroît, en se fondant sur une appréciation acceptable des faits pertinents (Sidiropoulos et autres c. Grèce, arrêt du 10 juillet 1998, Recueil des arrêts et décisions 1998-IV, p. 1614, § 40 ; Bekir-Ousta et autres c. Grèce, no 35151/05, § 39, 11 octobre 2007).
b) Application en l'espèce des principes susmentionnés
47. En l'occurrence, il n'est pas contesté par les parties que la dissolution de la première requérante s'analyse en une ingérence des autorités dans l'exercice du droit à la liberté d'association des requérants. Cette ingérence était « prévue par la loi », l'article 105 du code civil permettant aux tribunaux d'ordonner la dissolution d'une association lorsqu'ils constatent que la validité des statuts de l'association est sujette à caution. Par ailleurs, la Cour admet que l'ingérence litigieuse visait un but légitime au regard de l'article 11 § 2 de la Convention, à savoir la défense de l'ordre public.
48. Dès lors, il reste principalement à examiner si l'ingérence litigieuse était « nécessaire dans une société démocratique » pour atteindre le but légitime poursuivi. La Cour rappelle sur ce point que l'adjectif « nécessaire » implique un « besoin social impérieux » (Gorzelik et autres c. Pologne, précité, § 95). Lorsque la Cour examine la nécessité d'une ingérence dans la liberté d'association, telle que la dissolution d'une organisation politique (voir Parti socialiste de Turquie (STP) et autres c. Turquie, no 26482/95, 12 novembre 2003) ou le refus d'enregistrer une association (Organisation macédonienne unie Ilinden et autres c. Bulgarie, no 59491/00, 19 janvier 2006), elle recherchera si le programme ou les statuts des organisations incriminées comportent des objectifs contraires à l'ordre public (Parti socialiste de Turquie (STP) et autres c. Turquie, no 26482/95, 12 novembre 2003, § 41 et Organisation macédonienne unie Ilinden et autres c. Bulgarie, précité, §§ 70-74). De plus, la Cour comparera le contenu dudit programme ou statuts avec les actes et prises de position des requérants. En effet, la Cour n'exclut pas qu'un parti politique ou une association sont susceptibles, sous le couvert des buts mentionnés dans ses statuts, de se livrer à des activités inconciliables avec ceux-ci (voir Parti communiste unifié de Turquie et autres c. Turquie, arrêt du 30 janvier 1998, Recueil 1998‑I, p. 27, § 58 et Sidiropoulos et autres c. Grèce, précité, § 46).
49. La Cour note d'emblée le caractère radical de la mesure restrictive en cause, à savoir la dissolution de la première requérante. Pour cette raison, la Cour exercera un contrôle rigoureux sur la nécessité de cette limitation pour déterminer si les juridictions internes ont appliqué des règles conformes aux principes consacrés par l'article 11 de la Convention en se fondant sur une appréciation acceptable des faits pertinents (Stankov et Organisation macédonienne unie Ilinden c. Bulgarie, nos 29221/95 et 29225/95, § 87, CEDH 2001‑IX).
50. S'agissant des objectifs de la première requérante, tels qu'ils résultent de ses statuts, la Cour note que les juridictions internes ont considéré que la mention du terme « turc » dans les titre et statuts de celle-ci, ainsi que la référence aux idéaux de Mustafa Kemal Atatürk, contredisaient l'ordre public. En particulier, la cour d'appel a estimé que, par ce biais, la première requérante considérait ses membres en tant que Turcs et non pas en tant que « musulmans de citoyenneté grecque », comme le reconnaissait le Traité de Lausanne.
51. La Cour estime qu'il ne lui appartient pas d'évaluer le poids accordé par l'Etat défendeur aux questions relatives à la minorité musulmane en Thrace occidentale. Elle ne considère pas pour autant que seuls le titre et l'emploi du terme « turc » dans les statuts de la première requérante suffisaient, dans le cas d'espèce, pour conclure à la dangerosité de l'association pour l'ordre public. La Cour note sur ce point que les juridictions internes n'ont pas placé l'emploi de ces termes dans leur contexte, tel qu'il ressort des statuts mêmes de l'association. En effet, le but de l'association en cause, comme le mentionne ses statuts, consistait à promouvoir et développer la culture des « Turcs de la Thrace occidentale » et à créer des liens d'amitié et de solidarité entre eux. Pour parvenir à cet objectif, l'association avait également mis en place des activités culturelles et sportives. Par conséquent, il ressort des statuts de la première requérante que celle-ci poursuivait des objectifs pacifiques visant à renforcer les liens culturels entre les membres d'une minorité. Sur ce point, la Cour note qu'elle a déjà admis que l'intégrité territoriale, la sécurité nationale et l'ordre public ne sauraient être menacés par le fonctionnement d'une association dont le but est de favoriser la culture d'une région, à supposer même qu'elle vise aussi partiellement la promotion de la culture d'une minorité ; l'existence de minorités et de cultures différentes dans un pays constitue un fait historique qu'une société démocratique devrait tolérer, voire protéger et soutenir selon des principes du droit international (Sidiropoulos et autres c. Grèce, précité, p. 1615, § 41).
52. En outre, la Cour ne perd pas de vue que la première requérante avait été fondée en 1927 sous le titre « Maison de la jeunesse turque de Xanthi » et que, par la suite, en 1936, le tribunal de première instance de Xanthi a fait droit à sa demande de modifier son nom en « Association turque de Xanthi ». La Cour note ainsi qu'en ce temps-là, les juridictions internes n'ont constaté aucun élément ressortant soit du titre, soit des statuts de la première requérante, pouvant troubler l'ordre public. De plus, la première requérante a poursuivi, pendant un demi-siècle environ, ses activités sans aucune entrave jusqu'à sa dissolution par voie judiciaire en 1983. Ainsi, il n'est pas sans importance que tout au long de l'existence de la première requérante, rien n'ait laissé transparaître que ses statuts occultaient des objectifs et intentions différents de ceux qu'elle affichait publiquement.
53. En effet, la Cour estime que, à supposer même que le véritable et unique but de l'association était de promouvoir l'idée qu'il existe en Grèce une minorité ethnique, ceci ne saurait passer pour constituer à lui seul une menace pour une société démocratique ; cela est d'autant plus vrai que rien dans les statuts de l'association n'indiquait que ses membres prônaient le recours à la violence ou à des moyens antidémocratiques ou anticonstitutionnels.
54. Il convient donc d'examiner si, à l'époque où la première requérante a été dissoute, celle-ci se livrait à des activités susceptibles de porter atteinte à l'ordre public, à l'intégrité territoriale ou à compromettre les valeurs démocratiques. La Cour note que la cour d'appel de Thrace avait notamment retenu comme éléments pertinents, la participation du président de la première requérante à des colloques organisés soit par les autorités turques, soit par la « Fédération des Turcs de la Thrace occidentale » et la publication d'un courrier dans un quotidien turc faisant référence aux « Turcs de la Thrace occidentale ». La juridiction interne avait ainsi conclu que la première requérante présentait la minorité musulmane de Thrace comme une « minorité turque fortement opprimée ».
55. La Cour considère qu'il ne peut guère être déduit de ces éléments que la première requérante se livrait à des activités susceptibles de corroborer le fait que son programme cachait des objectifs et intentions différents de ceux qu'elle affichait publiquement. Tout au contraire, les activités relevées par la cour d'appel de Thrace confirment uniquement le fait que l'association en cause se prévalait d'une conscience minoritaire, ce qui ne saurait en soi justifier une ingérence dans l'exercice des droits reconnus par l'article 11 (voir Stankov et Organisation macédonienne unie Ilinden c. Bulgarie, précité, § 89). Il convient sur ce point de rappeler que, selon la jurisprudence, une telle ingérence n'est pas en soi justifiée, même dans le cas où un groupe de personnes appelle à l'autonomie ou demande la sécession d'une partie du territoire d'un pays (Stankov et Organisation macédonienne unie Ilinden c. Bulgarie, précité, § 97).
56. De surcroît, il ne ressort pas du dossier que le président ou les membres de la première requérante aient jamais fait appel à la violence, au soulèvement ou à toute autre forme de rejet des principes démocratiques, ce qui constituerait un élément essentiel à prendre en considération (Parti de la liberté et de la démocratie (ÖZDEP) c. Turquie [GC], no 23885/94, § 40, CEDH 1999‑VIII). Avoir l'intention de débattre publiquement du sort et de l'identité d'une partie de la population d'un Etat, comme il ressort des activités du président de la première requérante, ne suffit pas pour imposer à une association une limitation aussi radicale que sa dissolution. Le droit d'exprimer ses vues à travers la liberté d'association (Stankov et Organisation macédonienne unie Ilinden c. Bulgarie, précité, § 97) et la notion de l'autonomie personnelle (voir Evans c. Royaume-Uni [GC], no 6339/05, § 71, CEDH 2007‑... ; Pretty c. Royaume-Uni, no 2346/02, § 61, CEDH 2002‑III) sous-entendent le droit de chacun d'exprimer, dans le cadre de la légalité, ses convictions sur son identité ethnique. Aussi choquants et inacceptables que peuvent sembler certains points de vue ou termes utilisés aux yeux des autorités, leur diffusion ne saurait automatiquement s'analyser en une menace pour l'ordre public et l'intégrité territoriale d'un pays. En effet, l'essence de la démocratie tient à sa capacité à résoudre des problèmes par un débat ouvert. Dans une société démocratique fondée sur la prééminence du droit, les idées politiques qui contestent l'ordre établi et dont la réalisation est défendue par des moyens pacifiques doivent se voir offrir une possibilité convenable de s'exprimer à travers l'exercice de la liberté d'association (Stankov et Organisation macédonienne unie Ilinden c. Bulgarie, précité, § 97). Ainsi le veulent les valeurs intrinsèques à un système démocratique, telles que le pluralisme, la tolérance et la cohésion sociale (Ouranio Toxo et autres c. Grèce, no 74989/01, § 42, CEDH 2005‑X (extraits).
57. A la lumière de ce qui précède, la Cour conclut que les autorités nationales ont outrepassé leur marge d'appréciation et que la dissolution de la première requérante n'était pas nécessaire dans une société démocratique.
Dès lors, il y a eu violation de l'article 11 de la Convention.
III. SUR LA VIOLATION ALLÉGUÉE DE L'ARTICLE 14 DE LA CONVENTION COMBINÉ AVEC L'ARTICLE 11
58. Les requérants se plaignent que la dissolution de la première requérante, en raison de l'emploi du terme « turc », a créé une distinction discriminatoire par rapport à d'autres associations reconnues par les juridictions internes et dont les membres appartiennent à une minorité ethnique. Ils invoquent l'article 14 de la Convention, ainsi libellé :
« La jouissance des droits et libertés reconnus dans la (...) Convention doit être assurée, sans distinction aucune, fondée notamment sur le sexe, la race, la couleur, la langue, la religion, les opinions politiques ou toutes autres opinions, l'origine nationale ou sociale, l'appartenance à une minorité nationale, la fortune, la naissance ou toute autre situation. »
A. Sur la recevabilité
59. La Cour note tout d'abord que pour les raisons déjà exposées (voir paragraphes 38 et 39 ci-dessus) ce grief, pour autant qu'il est soulevé par les deuxième, troisième et dixième requérants, est incompatible ratione personae avec l'article 14 de la Convention combiné avec l'article 11 au sens de l'article 35 § 3 et doit être rejeté en application de l'article 35 § 4.
60. En outre, s'agissant de la première et du quatrième au neuvième requérants, la Cour constate que ce grief n'est pas manifestement mal fondé au sens de l'article 35 § 3 de la Convention. La Cour relève par ailleurs que celui-ci ne se heurte à aucun autre motif d'irrecevabilité. Il convient donc de le déclarer recevable.
B. Sur le fond
61. Le Gouvernement note que les autorités compétentes ont procédé à la dissolution de la première requérante, non pas en se fondant sur l'origine ethnique de ses membres, mais en raison des titre et statuts de celle-ci qui sous-entendaient l'existence d'une minorité turque sur le territoire grec, ce qui serait contraire au Traité de Lausanne et à l'ordre public.
62. Les requérants affirment que d'autres associations, fondées par des personnes appartenant à d'autres minorités, telles que « l'Association des femmes helléniques » ou les associations fondées par des Roms ou des Pomaques, sont tolérées par les pouvoirs publics.
63. La Cour note que cette plainte se rapporte aux mêmes faits que les doléances fondées sur l'article 11 de la Convention (voir, Sidiropoulos et autres c. Grèce, précité, p. 1619, § 52). Eu égard à sa conclusion sur le terrain de cette disposition (voir paragraphe 56 ci-dessus), la Cour estime qu'il n'y a pas lieu d'examiner séparément ce grief.
IV. SUR L'APPLICATION DE L'ARTICLE 41 DE LA CONVENTION
64. Aux termes de l'article 41 de la Convention,
« Si la Cour déclare qu'il y a eu violation de la Convention ou de ses Protocoles, et si le droit interne de la Haute Partie contractante ne permet d'effacer qu'imparfaitement les conséquences de cette violation, la Cour accorde à la partie lésée, s'il y a lieu, une satisfaction équitable. »
A. Dommage
65. Les requérants demandent la réparation de leur préjudice moral, mais laissent à la Cour le soin d'en fixer le montant.
66. Le Gouvernement affirme qu'un constat de violation constituerait en soi une satisfaction équitable suffisante au titre du dommage moral prétendument subi par les requérants.
67. La Cour ne doute pas que la première requérante ait subi un dommage moral en raison du délai excessif de la procédure en cause. Statuant en équité, elle lui accorde 8 000 EUR à ce titre, plus tout montant pouvant être dû à titre d'impôt sur ladite somme.
68. En outre, la première et les quatrième au neuvième requérants ont subi un dommage moral en raison de l'atteinte disproportionnée à leur droit à la liberté d'association. Elle l'estime toutefois suffisamment compensé par le constat de violation de l'article 11 de la Convention.
B. Frais et dépens
69. Les requérants n'ont présenté aucune demande au titre des frais et dépens. Partant, il n'y pas lieu de leur octroyer de somme à ce titre.
C. Intérêts moratoires
70. La Cour juge approprié de baser le taux des intérêts moratoires sur le taux d'intérêt de la facilité de prêt marginal de la Banque centrale européenne majoré de trois points de pourcentage.
PAR CES MOTIFS, LA COUR, À L'UNANIMITÉ,
1. Déclare la requête recevable quant aux griefs tirés du délai excessif de la procédure en ce qui concerne la première requérante, du droit à la liberté d'association seul et combiné avec l'article 14 de la Convention en ce qui concerne la première et les quatrième au neuvième requérants et irrecevable pour le surplus ;

2. Dit qu'il y a eu violation de l'article 6 § 1 de la Convention ;

3. Dit qu'il y a eu violation de l'article 11 de la Convention ;

4. Dit qu'il n'y a pas lieu d'examiner séparément le grief tiré de l'article 14 de la Convention combiné avec l'article 11 ;

5. Dit
a) que l'Etat défendeur doit verser à la première requérante, dans les trois mois à compter du jour où l'arrêt sera devenu définitif conformément à l'article 44 § 2 de la Convention, 8 000 EUR (huit mille euros) pour dommage moral, plus tout montant pouvant être dû à titre d'impôt ;
b) qu'à compter de l'expiration dudit délai et jusqu'au versement, ce montant sera à majorer d'un intérêt simple à un taux égal à celui de la facilité de prêt marginal de la Banque centrale européenne applicable pendant cette période, augmenté de trois points de pourcentage ;
Fait en français, puis communiqué par écrit le 27 mars 2008 en application de l'article 77 §§ 2 et 3 du règlement.
Søren Nielsen Nina Vajić Greffier Présidente
Liste des requérants

1. Association « Tourkiki Enosi Xanthis », représentée par Hikmet TZEMILOGLOU
2. Galip GALIP
3. Ahmet MEHMET
4. Orhan HATZIIBRAIM
5. Ahmet FAIKOGLOU
6. Birol AKIFOGLOU
7. Loutfie NIHATOGLOU
8. Hiousniou SERDARZADE
9. Rassim HINT
10. Cercle des « Diplômés de Sciences de la minorité de Thrace occidentale », représenté par Murat GIOUNOUZ





PREMIÈRE SECTION






AFFAIRE TOURKIKI ENOSI XANTHIS ET AUTRES c. GRÈCE



(Requête no 26698/05)











ARRÊT



STRASBOURG

27 mars 2008


Cet arrêt deviendra définitif dans les conditions définies à l'article 44 § 2 de la Convention. Il peut subir des retouches de forme.
En l'affaire Tourkiki Enosi Xanthis et autres c. Grèce,
La Cour européenne des Droits de l'Homme (première section), siégeant en une chambre composée de :
Nina Vajić, présidente, Khanlar Hajiyev, Dean Spielmann, Sverre Erik Jebens, Giorgio Malinverni, George Nicolaou, juges, Petros Pararas, juge ad hoc,et de Søren Nielsen, greffier de section,
Après en avoir délibéré en chambre du conseil le 6 mars 2008,
Rend l'arrêt que voici, adopté à cette date :
PROCÉDURE
1. A l'origine de l'affaire se trouve une requête (no 26698/05) dirigée contre la République hellénique par deux associations et huit ressortissants de cet Etat, dont les noms figurent ci-joint (« les requérants »), qui ont saisi la Cour le 15 juillet 2005 en vertu de l'article 34 de la Convention de sauvegarde des droits de l'homme et des libertés fondamentales (« la Convention »).
2. Les requérants sont représentés par Me O. Hatzibram, avocat au barreau de Xanthi. Le gouvernement grec (« le Gouvernement ») est représenté par les délégués de son agent, MM. M. Apessos, conseiller auprès du Conseil juridique de l'Etat, C. Georgiadis, assesseur auprès du Conseil juridique de l'Etat et Mme Z. Hatzipavlou, auditrice auprès du Conseil juridique de l'Etat.
3. Les requérants se plaignaient, notamment, sous l'angle des articles 6 § 1, 9, 10, 11 et 14 de la Convention, de la dissolution de la première requérante par décision des juridictions internes ainsi que de la durée et de l'équité de la procédure y afférente.
4. Le 14 septembre 2006, la Cour a décidé de communiquer les griefs tirés des articles 6 § 1, 11 et 14 au Gouvernement. Se prévalant des dispositions de l'article 29 § 3, elle a décidé que seraient examinés en même temps la recevabilité et le bien-fondé de l'affaire.
EN FAIT
I. LES CIRCONSTANCES DE L'ESPÈCE
5. La première requérante est une association à but culturel et sportif, ayant son siège à Xanthi. Les neuf autres requérants sont intervenus en faveur de la première requérante lors de la procédure devant la Cour de cassation. Hormis les deuxième, troisième et dixième requérants, les autres sont membres de la première requérante.
1. Le contexte de l'affaire
6. La première requérante a été fondée en 1927 sous le nom de « Maison de la jeunesse turque de Xanthi », dans la région de la Thrace occidentale, par des citoyens grecs appartenant à la minorité musulmane. Ses buts, tels qu'ils ressortent de ses statuts, étaient de préserver et de promouvoir la culture des « Turcs de Thrace occidentale », créer des liens d'amitié et de solidarité entre eux et contribuer à la propagation des réformes culturelles, sociales et religieuses survenues en Turquie après le changement de régime initié par Mustafa Kemal Atatürk. L'association a également mis en place des activités culturelles et sportives.
7. En 1936, la première requérante sollicita auprès du tribunal de première instance de Xanthi la modification de son nom en « Association turque de Xanthi ». La même année, le tribunal de première instance de Xanthi fit droit à sa demande (décision no 122/1936).
8. Le 29 novembre 1983, le préfet de Xanthi saisit le tribunal de première instance de Xanthi d'une demande en référé tendant à interdire à la première requérante l'usage du terme « turc » sur toute enseigne, document ou cachet de celle-ci.
9. Le 2 décembre 1983, le tribunal de première instance de Xanthi fit droit à la demande du préfet de Xanthi (décision no 561/1983).
2. La procédure litigieuse
10. Le 30 janvier 1984, le préfet de Xanthi saisit le tribunal de grande instance de Xanthi d'une demande de dissolution de la première requérante. Il affirmait que les statuts de ladite association portaient atteinte à l'ordre public.
11. Le 11 mars 1986, le tribunal de grande instance de Xanthi fit droit à la demande du préfet de Xanthi et ordonna la dissolution de la première requérante. Il considéra qu'il était fait référence dans les statuts de l'association aux réformes culturelles, sociales et religieuses survenues en Turquie après le changement de régime initié par Atatürk, sans pour autant fournir d'explication précise de ces réformes. Par conséquent, le tribunal considéra qu'il n'était pas en mesure d'évaluer si les principes étaient en concordance avec les principes directeurs du régime grec (arrêt no 36/1986).
12. Le 20 août 1986, la première requérante interjeta appel de l'arrêt no 36/1986. Le 18 décembre 1997, elle demanda à la cour d'appel de Thrace la fixation d'une audience.
13. Le 19 mars 1999, la cour d'appel de Thrace confirma l'arrêt attaqué. Elle considéra que les buts énoncés dans les statuts et l'emploi du terme « turc » allaient à l'encontre de l'ordre public (arrêt no 117/1999).
14. Le 15 juin 1999, la première requérante se pourvut en cassation. Le 8 décembre 2000, la Cour de cassation cassa l'arrêt attaqué pour insuffisance de motivation et renvoya l'affaire devant la cour d'appel de Thrace (arrêt no 1530/2000).
15. Le 25 janvier 2002, la cour d'appel de Thrace confirma l'arrêt no 36/1986 du tribunal de grande instance de Xanthi. Elle considéra que les buts énoncés dans ses statuts ainsi que les activités menées par la société requérante n'étaient pas conformes à l'ordre public interne. En particulier, la cour d'appel jugea que l'association considérait ses membres en tant que Turcs et non pas en tant que « musulmans de citoyenneté grecque », comme l'avait reconnu le Traité de Lausanne, traité multilatéral signé en 1923, entre autres, par la Grèce et la Turquie. La cour d'appel considéra, de plus, que la première requérante visait la propagation en Grèce des idéaux turcs, tels que les avait définis Mustafa Kemal Atatürk lors de la proclamation de la République en Turquie. Ce faisant, ladite association se distinguait d'autres associations, reconnues en Grèce et dont les membres appartenaient à des minorités ethniques, car celles-ci visaient uniquement à préserver leurs coutumes et traditions culturelles. Enfin, la cour d'appel nota que certains des membres de la première requérante, y inclus son président, présentaient la minorité musulmane de Thrace comme une « minorité turque fortement opprimée ». En particulier, la cour d'appel releva notamment que le président de la première requérante avait participé à une conférence organisée par le Comité des droits de l'homme du Parlement turc ainsi qu'à un colloque international organisé par la « Fédération des Turcs de la Thrace occidentale ». Lors dudit colloque, il avait été décidé d'informer le public sur le fait que l'administration grecque s'appropriait des droits des « Turcs de la Thrace occidentale ». Enfin, la cour d'appel nota que, dans un courrier adressé par la première requérante au quotidien turc « Hürriyet », celle-ci faisait référence « aux Turcs de la Thrace occidentale ayant défendu leur identité dans n'importe quelle circonstance ». La cour d'appel conclut que dans l'hypothèse où la première requérante ne visait, par son titre, qu'à faire référence à l'origine des ses membres, elle aurait pu employer un terme différent que celui d' « association turque » (arrêt no 31/2002).
16. Le 8 avril 2002, la première requérante se pourvut en cassation. Le 18 décembre 2002, les neuf autres requérants intervinrent dans la procédure devant la Cour de cassation en faveur de la première requérante. Le 5 décembre 2003, la Cour de cassation renvoya l'affaire devant l'assemblée plénière en raison de son importance (arrêt no 1549/2003). Le 7 février 2005, l'assemblée plénière de la Cour de cassation débouta les requérants, après avoir considéré que l'arrêt no 31/2002 de la cour d'appel de Thrace était suffisamment motivé, que les buts de l'association ainsi que ses activités étaient contraires à l'ordre public et que, par conséquent, la mesure de dissolution était nécessaire (arrêt no 4/2005).
II. LE DROIT INTERNE PERTINENT
A. La Constitution
17. L'article 4 § 1 de la Constitution se lit ainsi :
« Tous les Grecs sont égaux devant la loi. »
18. L'article 12 § 1 de la Constitution est ainsi libellé :
« Tous les Grecs sont en droit de former des syndicats et associations à but non lucratif, conformément à la loi, qui ne peut toutefois jamais soumettre l'exercice de ce droit à une autorisation préalable. »
B. Le code civil
19. Le code civil contient les dispositions suivantes concernant les associations à but non lucratif :
Article 78Association
« Une union de personnes poursuivant un but non lucratif acquiert la personnalité juridique dès son inscription dans un registre spécial public (association) tenu auprès du tribunal de grande instance de son siège. Vingt personnes au moins sont nécessaires pour la constitution d'une association. »
Article 79Requête aux fins de l'enregistrement de l'association
« Pour que l'association soit inscrite au registre, les fondateurs ou le comité directeur de celle-ci doivent déposer une requête auprès du tribunal de grande instance. Doivent être annexés à cette requête l'acte constitutif, la liste des noms des personnes composant le comité directeur et les statuts datés et signés par les membres de celui-ci. »
Article 80Statuts de l'association
« Les statuts de l'association, pour qu'ils soient valides, doivent préciser : a) le but, le titre et le siège de l'association, b) les conditions d'admission, de retrait et d'expulsion des membres de celle-ci ainsi que leurs droits et obligations, (...). »
Article 81Décision d'enregistrer une association
« Le tribunal de grande instance accueille la demande s'il est convaincu que toutes les conditions légales sont remplies (...). »
Article 105Dissolution de l'association
« Le tribunal de grande instance ordonne la dissolution de l'association (...) c) si l'association poursuit un but différent de celui fixé par les statuts, ou si son objet ou son fonctionnement s'avèrent contraires à la loi, aux bonnes mœurs ou à l'ordre public. »
C. Le code de procédure civile
20. Les dispositions pertinentes du code de procédure civile se lisent ainsi :
Article 106
« Le tribunal agit uniquement à la demande d'une partie et décide sur la base des allégations soulevées par les parties (...) »
Article 108
« Les actes de procédure ont lieu à l'initiative et à la diligence des parties (...) »
EN DROIT
I. SUR LA VIOLATION ALLÉGUÉE DE L'ARTICLE 6 § 1 DE LA CONVENTION
21. Les requérants allèguent que la durée de la procédure a méconnu le principe du « délai raisonnable ». En outre, ils se plaignent de l'équité de la procédure en référé ayant abouti à la décision no 561/1983 du tribunal de première instance de Xanthi. Ils invoquent l'article 6 § 1 de la Convention, dont les parties pertinentes sont ainsi libellées :
« Toute personne a droit à ce que sa cause soit entendue équitablement (...) et dans un délai raisonnable, par un tribunal (...), qui décidera (...) des contestations sur ses droits et obligations de caractère civil (...). »
A. Sur la durée de la procédure
22. Le Gouvernement estime que le comportement des requérants a largement contribué à prolonger la durée de cette procédure. Le Gouvernement affirme qu'aucun retard ne peut être imputé aux autorités judiciaires, qui ont traité cette affaire avec diligence. En particulier, il relève que la première requérante a mis onze ans et quatre mois pour solliciter auprès du greffe de la cour d'appel la fixation d'une audience.
23. Les requérants affirment que la responsabilité de la durée excessive de la procédure incombe au Gouvernement. Ils justifient le retard pris pour demander la fixation d'une audience en appel au manque de ressources dont ils disposaient pour s'acquitter des frais de justice.
1. Sur la recevabilité
24. S'agissant des deuxième au dixième requérants, la Cour note que la procédure litigieuse a commencé le 18 décembre 2002, date à laquelle ils ont formé une tierce intervention devant la Cour de cassation en faveur de la première requérante, et a pris fin le 7 février 2005 avec l'arrêt no 4/2005 de la Cour de cassation. Elle a donc connu une durée de deux ans et un mois environ pour un degré de juridiction. La Cour estime que ce délai est loin d'être excessif et qu'il n'y a donc pas eu dépassement du « délai raisonnable » au sens de l'article 6 § 1 de la Convention.
25. Il s'ensuit que ce grief est manifestement mal fondé en ce qui concerne les deuxième au dixième requérants et doit être rejeté en application de l'article 35 §§ 3 et 4 de la Convention.
26. S'agissant de la première requérante, la Cour constate que ce grief n'est pas manifestement mal fondé au sens de l'article 35 § 3 de la Convention. La Cour relève par ailleurs que celui-ci ne se heurte à aucun autre motif d'irrecevabilité. Il convient donc de le déclarer recevable.
2. Sur le fond
27. La Cour rappelle que le caractère raisonnable de la durée d'une procédure s'apprécie suivant les circonstances de la cause et eu égard aux critères consacrés par sa jurisprudence, en particulier la complexité de l'affaire, le comportement du requérant et celui des autorités compétentes ainsi que l'enjeu du litige pour les intéressés (voir, parmi beaucoup d'autres, Frydlender c. France [GC], no 30979/96, § 43, CEDH 2000-VII).
28. En l'occurrence, la Cour note que, s'agissant de la première requérante, la procédure litigieuse a débuté le 30 janvier 1984, avec la saisine du tribunal de grande instance de Xanthi, et s'est achevée le 7 février 2005 avec l'arrêt no 4/2005 de la Cour de cassation. Elle a donc connu une durée de plus de vingt et un ans pour trois degrés de juridiction. Certes, la Cour ne perd pas de vue que la première requérante a mis plus de onze ans pour solliciter auprès du greffe de la cour d'appel la fixation d'une audience. Les autorités nationales ne sauraient être tenues comme responsables pour ce délai. Toutefois, même si cette période est imputable à la première requérante, la procédure globale dont l'Etat est responsable s'étale sur dix ans environ pour trois degrés de juridiction. Aux yeux de la Cour, un tel délai ne saurait être considéré comme raisonnable pour une procédure qui ne présentait pas de complexité particulière.
29. La Cour note, de plus, que même dans les cas où, comme en l'espèce, la procédure est régie par le principe de l'initiative des parties, la notion de « délai raisonnable » exige que les tribunaux suivent aussi le déroulement de la procédure et soient plus attentifs en ce qui concerne le laps de temps entre deux audiences (voir Roïdakis c. Grèce, no 7629/05, § 18, 21 juin 2007).
30. Compte tenu de sa jurisprudence en la matière, la Cour estime qu'en l'espèce la durée de la procédure litigieuse est excessive et ne répond pas à l'exigence du « délai raisonnable ».
Partant, il y a eu violation de l'article 6 § 1 de la Convention.
B. Sur l'équité de la procédure
Sur la recevabilité
31. La Cour note d'emblée que la procédure en cause était afférente à une demande en référé tendant à interdire à la première requérante l'usage du terme « turc » sur toute enseigne, document ou cachet de celle-ci. Par conséquent, elle se distingue de la procédure ayant débuté le 30 janvier 1984 et qui s'est achevée avec l'arrêt no 4/2005 de la Cour de cassation, portant sur une demande de dissolution de la première requérante.
32. La Cour note que la procédure en cause s'est achevée le 2 décembre 1983 avec sa décision no 561/1983, à savoir plus de six mois avant le 15 juillet 2005, date d'introduction de la présente requête.
Il s'ensuit que ce grief est tardif et doit être rejeté en application de l'article 35 §§ 1 et 4 de la Convention.
II. SUR LA VIOLATION ALLÉGUÉE DES ARTICLES 9, 10 ET 11 DE LA CONVENTION
33. Les requérants se plaignent qu'en procédant à la dissolution de la première requérante, les autorités nationales ont porté atteinte à leurs droits garantis par les articles 9, 10 et 11 de la Convention, ainsi que par l'article 27 du Pacte international sur les droits civils et politiques.
34. La Cour rappelle d'emblée qu'elle n'est compétente que pour examiner des requêtes par lesquelles une violation des droits et libertés garantis par la Convention ou ses Protocoles est alléguée ; elle n'est pas compétente pour examiner des requêtes relatives à de prétendues violations d'autres instruments internationaux ou du droit interne.
35. Par ailleurs, la Cour examinera ce grief uniquement sous l'angle de l'article 11 qui apparaît, en l'espèce, comme une lex specialis par rapport aux droits garantis aux articles 9 et 10 de la Convention. Aux termes de cette disposition :
« 1. Toute personne a droit à la liberté de réunion pacifique et à la liberté d'association, y compris le droit de fonder avec d'autres des syndicats et de s'affilier à des syndicats pour la défense de ses intérêts.
2. L'exercice de ces droits ne peut faire l'objet d'autres restrictions que celles qui, prévues par la loi, constituent des mesures nécessaires, dans une société démocratique, à la sécurité nationale, à la sûreté publique, à la défense de l'ordre et à la prévention du crime, à la protection de la santé ou de la morale, ou à la protection des droits et libertés d'autrui. Le présent article n'interdit pas que des restrictions légitimes soient imposées à l'exercice de ces droits par les membres des forces armées, de la police ou de l'administration de l'Etat. »
A. Sur la recevabilité
36. Le Gouvernement invite la Cour à rejeter ce grief, pour autant qu'il émane des deuxième, troisième et dixième requérants, comme incompatible ratione personae avec les dispositions de la Convention. Il allègue que ceux-ci ne peuvent pas être considérés comme « victimes » de la violation alléguée.
37. Les requérants ne se prononcent pas sur cette question.
38. La Cour rappelle que, pour se prévaloir de l'article 34 de la Convention, un requérant doit remplir deux conditions : il doit entrer dans l'une des catégories de demandeurs mentionnées dans cette disposition de la Convention, et doit pouvoir se prétendre victime d'une violation de la Convention. Quant à la notion de « victime », selon la jurisprudence constante de la Cour, elle doit être interprétée de façon autonome et indépendante des notions internes telles que celles concernant l'intérêt ou la qualité pour agir (Gorraiz Lizarraga et autres c. Espagne, no 62543/00, § 35, CEDH 2004‑III). En effet, par « victime », l'article 34 de la Convention désigne la ou les victimes directes ou indirectes de la violation alléguée (SARL du Parc d'Activités de Blotzheim c. France, no 72377/01, § 20, 11 juillet 2006). L'article 34 vise, ainsi, non seulement la ou les victimes directes de la violation alléguée, mais encore toute victime indirecte à qui cette violation causerait un préjudice ou qui aurait un intérêt personnel valable à obtenir qu'il y soit mis fin (voir, mutatis mutandis, Tanrıkulu et autres c. Turquie (déc.), no 40150/98, 6 novembre 2001, Open Door et Dublin Well Woman c. Irlande, arrêt du 29 octobre 1992, série A no 246-A, p. 22, § 43, et Otto-Preminger-Institut c. Autriche, arrêt du 20 septembre 1994, série A no 295-A, pp. 15-16, §§ 39-41).
39. Pour autant que les deuxième, troisième et dixième requérants se plaignent d'une atteinte à l'article 11 en raison de la dissolution de la première requérante, la Cour note que ceux-ci n'ont jamais invoqué devant les juridictions internes et la Cour qu'ils étaient membres de la première requérante, que la dissolution de celle-ci leur avait causé un quelconque préjudice ou qu'ils avaient un intérêt personnel valable à obtenir qu'il y soit mis fin. En effet, les deuxième, troisième et dixième requérants soulèvent leur grief tiré de l'article 11 de la Convention uniquement en leur qualité de tiers intervenants lors de la procédure devant la Cour de cassation. Or, cet élément ne suffit pas pour leur attribuer le statut de « victime » directe ou indirecte au sens de l'article 34 de la Convention.
Il s'ensuit que ce grief, pour autant qu'il est soulevé par les deuxième, troisième et dixième requérants, est incompatible ratione personae avec l'article 11 de la Convention au sens de l'article 35 § 3 et doit être rejeté en application de l'article 35 § 4.
40. En outre, s'agissant de la première et du quatrième au neuvième requérants, la Cour constate que ce grief n'est pas manifestement mal fondé au sens de l'article 35 § 3 de la Convention. La Cour relève par ailleurs que celui-ci ne se heurte à aucun autre motif d'irrecevabilité. Il convient donc de le déclarer recevable.
B. Sur le fond
1. Les thèses des parties
41. Le Gouvernement souligne que la liberté d'association n'est pas absolue. Invoquant le Traité de Lausanne qui reconnaît seulement une minorité religieuse, à savoir les « musulmans de citoyenneté grecque », et non pas une minorité ethnique sur le territoire grec, il affirme que les autorités nationales ont à bon droit procédé à la dissolution de la première requérante, car son titre créait la confusion et le doute quant à la citoyenneté de ses membres. Le Gouvernement estime que la cour d'appel a justement considéré que le but et le fonctionnement de la première requérante étaient contraires à l'ordre public, du moment où celle-ci aspirait à répandre l'idée de l'existence d'une minorité turque au sein de l'Etat grec et à servir les intérêts d'un Etat tiers, la Turquie. Pour le Gouvernement, la référence dans les statuts de la première requérante au terme « turc » ne visait pas à évoquer l'origine lointaine de ses membres, mais à les identifier comme membres d'une minorité turque en Grèce. Le Gouvernement relève, de plus, que la cour d'appel a fondé ses considérations sur des faits accomplis, à savoir l'activité de certains des membres de l'association requérante, y inclus son président, consistant à présenter la minorité musulmane de Thrace comme une « minorité turque fortement opprimée ». Selon le Gouvernement, rien n'interdit aux requérants, ni à tous les autres ressortissants grecs de religion musulmane, de créer une association qui respecte les conditions de légalité et dont le titre ne crée pas d'ambigüité sur l'identité et les buts de ses membres. Le Gouvernement conclut que, compte tenu de la marge d'appréciation dont elles disposent, en particulier lorsqu'il s'agit de questions touchant à l'ordre public, les juridictions grecques ont en l'espèce satisfait au critère de proportionnalité.
42. Les requérants répondent, en premier lieu, que le Traité de Lausanne n'interdit pas aux minorités de se définir par l'épithète « turc ». En deuxième lieu, ils notent que la mention dans les statuts de la première requérante des « principes d'Atatürk » est, en effet, une référence aux principes de laïcité, de l'égalité entre homme et femme et aux fondements de toute société démocratique. En dernier lieu, les requérants relèvent que les dirigeants de la première requérante n'ont jamais fait l'objet de poursuites judiciaires en raison d'activités prétendument illégales, comme l'affirme le Gouvernement.
2. L'appréciation de la Cour
a) Principes généraux
43. La Cour souligne que le droit énoncé à l'article 11 inclut celui de fonder une association. La possibilité pour les citoyens de former une personne morale afin d'agir collectivement dans un domaine d'intérêt commun constitue l'un des aspects les plus importants du droit à la liberté d'association, sans quoi ce droit se trouverait dépourvu de toute signification. Si la Cour a souvent mentionné le rôle essentiel joué par les partis politiques pour le maintien du pluralisme et de la démocratie, les associations créées à d'autres fins, notamment la protection du patrimoine culturel ou spirituel, la poursuite de divers buts sociaux ou économiques, la recherche d'une identité ethnique ou l'affirmation d'une conscience minoritaire, sont également importantes pour le bon fonctionnement de la démocratie (Gorzelik et autres c. Pologne [GC], no 44158/98, § 92, CEDH 2004‑I).
44. La manière dont la législation nationale consacre cette liberté et l'application de celle-ci par les autorités dans la pratique sont donc révélatrices de l'état de la démocratie dans le pays dont il s'agit. Assurément, les Etats disposent d'un droit de regard sur la conformité du but et des activités d'une association avec les règles fixées par la législation, mais ils doivent en user d'une manière conciliable avec leurs obligations au titre de la Convention et sous réserve du contrôle de la Cour.
45. En conséquence, les exceptions visées à l'article 11 appellent une interprétation stricte, seules des raisons convaincantes et impératives pouvant justifier des restrictions à la liberté d'association. Pour juger en pareil cas de l'existence d'une nécessité au sens de l'article 11 § 2, les Etats ne disposent que d'une marge d'appréciation réduite, laquelle se double d'un contrôle européen rigoureux portant à la fois sur la loi et sur les décisions qui l'appliquent, y compris celles rendues par des juridictions indépendantes (Gorzelik et autres c. Pologne, précité, § 96).
46. Lorsqu'elle exerce son contrôle, la Cour n'a point pour tâche de se substituer aux juridictions internes compétentes, mais de vérifier, sous l'angle de l'article 11, les décisions qu'elles ont rendues en vertu de leur pouvoir d'appréciation. Il ne s'ensuit pas qu'elle doive se borner à rechercher si l'Etat défendeur a usé de ce pouvoir de bonne foi, avec soin et de façon raisonnable. Il lui faut encore considérer l'ingérence litigieuse, compte tenu de l'ensemble de l'affaire, pour déterminer si elle était « proportionnée au but légitime poursuivi » et si les motifs invoqués par les autorités nationales pour la justifier apparaissent « pertinents et suffisants ». Ce faisant, la Cour doit se convaincre que les autorités nationales ont appliqué des règles conformes aux principes consacrés par l'article 11 et ce, de surcroît, en se fondant sur une appréciation acceptable des faits pertinents (Sidiropoulos et autres c. Grèce, arrêt du 10 juillet 1998, Recueil des arrêts et décisions 1998-IV, p. 1614, § 40 ; Bekir-Ousta et autres c. Grèce, no 35151/05, § 39, 11 octobre 2007).
b) Application en l'espèce des principes susmentionnés
47. En l'occurrence, il n'est pas contesté par les parties que la dissolution de la première requérante s'analyse en une ingérence des autorités dans l'exercice du droit à la liberté d'association des requérants. Cette ingérence était « prévue par la loi », l'article 105 du code civil permettant aux tribunaux d'ordonner la dissolution d'une association lorsqu'ils constatent que la validité des statuts de l'association est sujette à caution. Par ailleurs, la Cour admet que l'ingérence litigieuse visait un but légitime au regard de l'article 11 § 2 de la Convention, à savoir la défense de l'ordre public.
48. Dès lors, il reste principalement à examiner si l'ingérence litigieuse était « nécessaire dans une société démocratique » pour atteindre le but légitime poursuivi. La Cour rappelle sur ce point que l'adjectif « nécessaire » implique un « besoin social impérieux » (Gorzelik et autres c. Pologne, précité, § 95). Lorsque la Cour examine la nécessité d'une ingérence dans la liberté d'association, telle que la dissolution d'une organisation politique (voir Parti socialiste de Turquie (STP) et autres c. Turquie, no 26482/95, 12 novembre 2003) ou le refus d'enregistrer une association (Organisation macédonienne unie Ilinden et autres c. Bulgarie, no 59491/00, 19 janvier 2006), elle recherchera si le programme ou les statuts des organisations incriminées comportent des objectifs contraires à l'ordre public (Parti socialiste de Turquie (STP) et autres c. Turquie, no 26482/95, 12 novembre 2003, § 41 et Organisation macédonienne unie Ilinden et autres c. Bulgarie, précité, §§ 70-74). De plus, la Cour comparera le contenu dudit programme ou statuts avec les actes et prises de position des requérants. En effet, la Cour n'exclut pas qu'un parti politique ou une association sont susceptibles, sous le couvert des buts mentionnés dans ses statuts, de se livrer à des activités inconciliables avec ceux-ci (voir Parti communiste unifié de Turquie et autres c. Turquie, arrêt du 30 janvier 1998, Recueil 1998‑I, p. 27, § 58 et Sidiropoulos et autres c. Grèce, précité, § 46).
49. La Cour note d'emblée le caractère radical de la mesure restrictive en cause, à savoir la dissolution de la première requérante. Pour cette raison, la Cour exercera un contrôle rigoureux sur la nécessité de cette limitation pour déterminer si les juridictions internes ont appliqué des règles conformes aux principes consacrés par l'article 11 de la Convention en se fondant sur une appréciation acceptable des faits pertinents (Stankov et Organisation macédonienne unie Ilinden c. Bulgarie, nos 29221/95 et 29225/95, § 87, CEDH 2001‑IX).
50. S'agissant des objectifs de la première requérante, tels qu'ils résultent de ses statuts, la Cour note que les juridictions internes ont considéré que la mention du terme « turc » dans les titre et statuts de celle-ci, ainsi que la référence aux idéaux de Mustafa Kemal Atatürk, contredisaient l'ordre public. En particulier, la cour d'appel a estimé que, par ce biais, la première requérante considérait ses membres en tant que Turcs et non pas en tant que « musulmans de citoyenneté grecque », comme le reconnaissait le Traité de Lausanne.
51. La Cour estime qu'il ne lui appartient pas d'évaluer le poids accordé par l'Etat défendeur aux questions relatives à la minorité musulmane en Thrace occidentale. Elle ne considère pas pour autant que seuls le titre et l'emploi du terme « turc » dans les statuts de la première requérante suffisaient, dans le cas d'espèce, pour conclure à la dangerosité de l'association pour l'ordre public. La Cour note sur ce point que les juridictions internes n'ont pas placé l'emploi de ces termes dans leur contexte, tel qu'il ressort des statuts mêmes de l'association. En effet, le but de l'association en cause, comme le mentionne ses statuts, consistait à promouvoir et développer la culture des « Turcs de la Thrace occidentale » et à créer des liens d'amitié et de solidarité entre eux. Pour parvenir à cet objectif, l'association avait également mis en place des activités culturelles et sportives. Par conséquent, il ressort des statuts de la première requérante que celle-ci poursuivait des objectifs pacifiques visant à renforcer les liens culturels entre les membres d'une minorité. Sur ce point, la Cour note qu'elle a déjà admis que l'intégrité territoriale, la sécurité nationale et l'ordre public ne sauraient être menacés par le fonctionnement d'une association dont le but est de favoriser la culture d'une région, à supposer même qu'elle vise aussi partiellement la promotion de la culture d'une minorité ; l'existence de minorités et de cultures différentes dans un pays constitue un fait historique qu'une société démocratique devrait tolérer, voire protéger et soutenir selon des principes du droit international (Sidiropoulos et autres c. Grèce, précité, p. 1615, § 41).
52. En outre, la Cour ne perd pas de vue que la première requérante avait été fondée en 1927 sous le titre « Maison de la jeunesse turque de Xanthi » et que, par la suite, en 1936, le tribunal de première instance de Xanthi a fait droit à sa demande de modifier son nom en « Association turque de Xanthi ». La Cour note ainsi qu'en ce temps-là, les juridictions internes n'ont constaté aucun élément ressortant soit du titre, soit des statuts de la première requérante, pouvant troubler l'ordre public. De plus, la première requérante a poursuivi, pendant un demi-siècle environ, ses activités sans aucune entrave jusqu'à sa dissolution par voie judiciaire en 1983. Ainsi, il n'est pas sans importance que tout au long de l'existence de la première requérante, rien n'ait laissé transparaître que ses statuts occultaient des objectifs et intentions différents de ceux qu'elle affichait publiquement.
53. En effet, la Cour estime que, à supposer même que le véritable et unique but de l'association était de promouvoir l'idée qu'il existe en Grèce une minorité ethnique, ceci ne saurait passer pour constituer à lui seul une menace pour une société démocratique ; cela est d'autant plus vrai que rien dans les statuts de l'association n'indiquait que ses membres prônaient le recours à la violence ou à des moyens antidémocratiques ou anticonstitutionnels.
54. Il convient donc d'examiner si, à l'époque où la première requérante a été dissoute, celle-ci se livrait à des activités susceptibles de porter atteinte à l'ordre public, à l'intégrité territoriale ou à compromettre les valeurs démocratiques. La Cour note que la cour d'appel de Thrace avait notamment retenu comme éléments pertinents, la participation du président de la première requérante à des colloques organisés soit par les autorités turques, soit par la « Fédération des Turcs de la Thrace occidentale » et la publication d'un courrier dans un quotidien turc faisant référence aux « Turcs de la Thrace occidentale ». La juridiction interne avait ainsi conclu que la première requérante présentait la minorité musulmane de Thrace comme une « minorité turque fortement opprimée ».
55. La Cour considère qu'il ne peut guère être déduit de ces éléments que la première requérante se livrait à des activités susceptibles de corroborer le fait que son programme cachait des objectifs et intentions différents de ceux qu'elle affichait publiquement. Tout au contraire, les activités relevées par la cour d'appel de Thrace confirment uniquement le fait que l'association en cause se prévalait d'une conscience minoritaire, ce qui ne saurait en soi justifier une ingérence dans l'exercice des droits reconnus par l'article 11 (voir Stankov et Organisation macédonienne unie Ilinden c. Bulgarie, précité, § 89). Il convient sur ce point de rappeler que, selon la jurisprudence, une telle ingérence n'est pas en soi justifiée, même dans le cas où un groupe de personnes appelle à l'autonomie ou demande la sécession d'une partie du territoire d'un pays (Stankov et Organisation macédonienne unie Ilinden c. Bulgarie, précité, § 97).
56. De surcroît, il ne ressort pas du dossier que le président ou les membres de la première requérante aient jamais fait appel à la violence, au soulèvement ou à toute autre forme de rejet des principes démocratiques, ce qui constituerait un élément essentiel à prendre en considération (Parti de la liberté et de la démocratie (ÖZDEP) c. Turquie [GC], no 23885/94, § 40, CEDH 1999‑VIII). Avoir l'intention de débattre publiquement du sort et de l'identité d'une partie de la population d'un Etat, comme il ressort des activités du président de la première requérante, ne suffit pas pour imposer à une association une limitation aussi radicale que sa dissolution. Le droit d'exprimer ses vues à travers la liberté d'association (Stankov et Organisation macédonienne unie Ilinden c. Bulgarie, précité, § 97) et la notion de l'autonomie personnelle (voir Evans c. Royaume-Uni [GC], no 6339/05, § 71, CEDH 2007‑... ; Pretty c. Royaume-Uni, no 2346/02, § 61, CEDH 2002‑III) sous-entendent le droit de chacun d'exprimer, dans le cadre de la légalité, ses convictions sur son identité ethnique. Aussi choquants et inacceptables que peuvent sembler certains points de vue ou termes utilisés aux yeux des autorités, leur diffusion ne saurait automatiquement s'analyser en une menace pour l'ordre public et l'intégrité territoriale d'un pays. En effet, l'essence de la démocratie tient à sa capacité à résoudre des problèmes par un débat ouvert. Dans une société démocratique fondée sur la prééminence du droit, les idées politiques qui contestent l'ordre établi et dont la réalisation est défendue par des moyens pacifiques doivent se voir offrir une possibilité convenable de s'exprimer à travers l'exercice de la liberté d'association (Stankov et Organisation macédonienne unie Ilinden c. Bulgarie, précité, § 97). Ainsi le veulent les valeurs intrinsèques à un système démocratique, telles que le pluralisme, la tolérance et la cohésion sociale (Ouranio Toxo et autres c. Grèce, no 74989/01, § 42, CEDH 2005‑X (extraits).
57. A la lumière de ce qui précède, la Cour conclut que les autorités nationales ont outrepassé leur marge d'appréciation et que la dissolution de la première requérante n'était pas nécessaire dans une société démocratique.
Dès lors, il y a eu violation de l'article 11 de la Convention.
III. SUR LA VIOLATION ALLÉGUÉE DE L'ARTICLE 14 DE LA CONVENTION COMBINÉ AVEC L'ARTICLE 11
58. Les requérants se plaignent que la dissolution de la première requérante, en raison de l'emploi du terme « turc », a créé une distinction discriminatoire par rapport à d'autres associations reconnues par les juridictions internes et dont les membres appartiennent à une minorité ethnique. Ils invoquent l'article 14 de la Convention, ainsi libellé :
« La jouissance des droits et libertés reconnus dans la (...) Convention doit être assurée, sans distinction aucune, fondée notamment sur le sexe, la race, la couleur, la langue, la religion, les opinions politiques ou toutes autres opinions, l'origine nationale ou sociale, l'appartenance à une minorité nationale, la fortune, la naissance ou toute autre situation. »
A. Sur la recevabilité
59. La Cour note tout d'abord que pour les raisons déjà exposées (voir paragraphes 38 et 39 ci-dessus) ce grief, pour autant qu'il est soulevé par les deuxième, troisième et dixième requérants, est incompatible ratione personae avec l'article 14 de la Convention combiné avec l'article 11 au sens de l'article 35 § 3 et doit être rejeté en application de l'article 35 § 4.
60. En outre, s'agissant de la première et du quatrième au neuvième requérants, la Cour constate que ce grief n'est pas manifestement mal fondé au sens de l'article 35 § 3 de la Convention. La Cour relève par ailleurs que celui-ci ne se heurte à aucun autre motif d'irrecevabilité. Il convient donc de le déclarer recevable.
B. Sur le fond
61. Le Gouvernement note que les autorités compétentes ont procédé à la dissolution de la première requérante, non pas en se fondant sur l'origine ethnique de ses membres, mais en raison des titre et statuts de celle-ci qui sous-entendaient l'existence d'une minorité turque sur le territoire grec, ce qui serait contraire au Traité de Lausanne et à l'ordre public.
62. Les requérants affirment que d'autres associations, fondées par des personnes appartenant à d'autres minorités, telles que « l'Association des femmes helléniques » ou les associations fondées par des Roms ou des Pomaques, sont tolérées par les pouvoirs publics.
63. La Cour note que cette plainte se rapporte aux mêmes faits que les doléances fondées sur l'article 11 de la Convention (voir, Sidiropoulos et autres c. Grèce, précité, p. 1619, § 52). Eu égard à sa conclusion sur le terrain de cette disposition (voir paragraphe 56 ci-dessus), la Cour estime qu'il n'y a pas lieu d'examiner séparément ce grief.
IV. SUR L'APPLICATION DE L'ARTICLE 41 DE LA CONVENTION
64. Aux termes de l'article 41 de la Convention,
« Si la Cour déclare qu'il y a eu violation de la Convention ou de ses Protocoles, et si le droit interne de la Haute Partie contractante ne permet d'effacer qu'imparfaitement les conséquences de cette violation, la Cour accorde à la partie lésée, s'il y a lieu, une satisfaction équitable. »
A. Dommage
65. Les requérants demandent la réparation de leur préjudice moral, mais laissent à la Cour le soin d'en fixer le montant.
66. Le Gouvernement affirme qu'un constat de violation constituerait en soi une satisfaction équitable suffisante au titre du dommage moral prétendument subi par les requérants.
67. La Cour ne doute pas que la première requérante ait subi un dommage moral en raison du délai excessif de la procédure en cause. Statuant en équité, elle lui accorde 8 000 EUR à ce titre, plus tout montant pouvant être dû à titre d'impôt sur ladite somme.
68. En outre, la première et les quatrième au neuvième requérants ont subi un dommage moral en raison de l'atteinte disproportionnée à leur droit à la liberté d'association. Elle l'estime toutefois suffisamment compensé par le constat de violation de l'article 11 de la Convention.
B. Frais et dépens
69. Les requérants n'ont présenté aucune demande au titre des frais et dépens. Partant, il n'y pas lieu de leur octroyer de somme à ce titre.
C. Intérêts moratoires
70. La Cour juge approprié de baser le taux des intérêts moratoires sur le taux d'intérêt de la facilité de prêt marginal de la Banque centrale européenne majoré de trois points de pourcentage.
PAR CES MOTIFS, LA COUR, À L'UNANIMITÉ,
1. Déclare la requête recevable quant aux griefs tirés du délai excessif de la procédure en ce qui concerne la première requérante, du droit à la liberté d'association seul et combiné avec l'article 14 de la Convention en ce qui concerne la première et les quatrième au neuvième requérants et irrecevable pour le surplus ;

2. Dit qu'il y a eu violation de l'article 6 § 1 de la Convention ;

3. Dit qu'il y a eu violation de l'article 11 de la Convention ;

4. Dit qu'il n'y a pas lieu d'examiner séparément le grief tiré de l'article 14 de la Convention combiné avec l'article 11 ;

5. Dit
a) que l'Etat défendeur doit verser à la première requérante, dans les trois mois à compter du jour où l'arrêt sera devenu définitif conformément à l'article 44 § 2 de la Convention, 8 000 EUR (huit mille euros) pour dommage moral, plus tout montant pouvant être dû à titre d'impôt ;
b) qu'à compter de l'expiration dudit délai et jusqu'au versement, ce montant sera à majorer d'un intérêt simple à un taux égal à celui de la facilité de prêt marginal de la Banque centrale européenne applicable pendant cette période, augmenté de trois points de pourcentage ;
Fait en français, puis communiqué par écrit le 27 mars 2008 en application de l'article 77 §§ 2 et 3 du règlement.
Søren Nielsen Nina Vajić Greffier Présidente
Liste des requérants

1. Association « Tourkiki Enosi Xanthis », représentée par Hikmet TZEMILOGLOU
2. Galip GALIP
3. Ahmet MEHMET
4. Orhan HATZIIBRAIM
5. Ahmet FAIKOGLOU
6. Birol AKIFOGLOU
7. Loutfie NIHATOGLOU
8. Hiousniou SERDARZADE
9. Rassim HINT
10. Cercle des « Diplômés de Sciences de la minorité de Thrace occidentale », représenté par Murat GIOUNOUZ


EUROPEAN COURT OF HUMAN RIGHTS
215
27.3.2008
Press release issued by the Registrar
CHAMBER JUDGMENTS EMIN AND OTHERS v. GREECE
TOURKIKI ENOSI XANTHIS AND OTHERS v. GREECE
The European Court of Human Rights has today notified in writing its Chamber judgments1 in the cases of Emin and Others v. Greece (application no. 34144/05) and Tourkiki Enosi Xanthis and Others v. Greece (no. 26698/05).
The Court held unanimously that there had been a violation of Article 11 (freedom of assembly and association) of the European Convention on Human Rights in both cases, which concern associations founded by persons belonging to the Muslim minority of Western Thrace (Greece).
In the case of Tourkiki Enosi Xanthis and Others the Court also held, unanimously, that there had been a violation of Article 6 § 1 (right to a fair hearing within a reasonable time) of the Convention.
Under Article 41 (just satisfaction) of the Convention, the Court held that the finding of a violation constituted in itself just satisfaction for the non-pecuniary damage suffered by the applicants in the case of Emin and Others. In the case of Tourkiki Enosi Xanthis and Others the Court awarded the association Tourkiki Enosi Xanthis 8,000 euros (EUR) in respect of non-pecuniary damage. (The judgments are available only in French.)
1. Principal facts
Both cases concern complaints by the applicants about decisions taken by the Greek courts against associations founded by persons belonging to the Muslim minority of Western Thrace (Greece).
Emin and Others
The seven applicants, Houlia Emin, Aisse Galip, Feriste Devetzioglou, Mediha Bekiroglou, Aisse Molla Ismail, Eminet Mehmet Ahmet and Gioulsen Memet, are Greek nationals living in Rodopi (Greece).
In March 2001 they and other women from the region founded the “Cultural Association of Turkish Women of the Region of Rodopi”. According to the statute of the Association, its aim was to create a “meeting place for women of the county of Rodopi” and to work for “social, moral and spiritual exaltation and establish bonds of sisterhood between its members”.
On 6 June 2001 the Greek courts dismissed a request for registration of the association on the ground that its title might mislead the public regarding the origin of its members. The Court of Appeal upheld that decision in January 2003, reiterating that by virtue of the Treaty of Lausanne only a Muslim minority – and not a Turkish minority – had been recognised in the region of Western Thrace. The Court of Appeal held that the title of the association, combined with the terms of its statute, was contrary to public policy. An appeal on points of law by the applicants was dismissed in April 2005.
Tourkiki Enosi Xanthis and Others
The applicants are two associations, Tourkiki Enosi Xanthis and “Academic Graduates’ Circle of the minority in Western Thrace”, and eight Greek nationals: Galip Galip, Ahmet Mehmet, Orhan Hatziibraim, Ahmet Faikoglou, Birol Akifoglou, Loutfie Nihatoglou, Hiousniou Serdarzade, Rassim Hint.
The first applicant association, Tourkiki Enosi Xanthis, was founded in 1927 under the name “House of the Turkish Youth of Xanthi”. According to the statute of the association, its purpose was to preserve and promote the culture of the “Turks of Western Thrace” and to create bonds of friendship and solidarity between them.
In 1936 the applicant association successfully sought to change its name to “Turkish Association of Xanthi”. In November 1983, however, a decision was issued prohibiting it from using the term “Turkish” on any document, stamp or sign.
On 11 March 1986 the Greek courts ordered the dissolution of the association on the ground that its statute ran counter to public policy. The Thrace Court of Appeal upheld that judgment on 25 January 2002. It found that the applicant association was not in conformity with the Treaty of Lausanne and that some of the members presented the Muslim minority of Thrace as a “strongly oppressed minority”. The court referred, among other things, to the president of the association’s participation in conferences organised by the Turkish authorities and the publication of a letter in a Turkish daily referring to the “Turks of Western Thrace”. In April 2002 the first applicant association appealed on points of law and subsequently the nine other applicants also intervened in the proceedings in support of Tourkiki Enosi Xanthis. The appeal was finally dismissed in February 2005.
2. Procedure and composition of the Court
The application in the case of Emin and Others was lodged with the European Court of Human Rights on 19 September 2005 and in the case of Tourkiki Enosi Xanthis and Others on 15 July 2005.
Judgments were given by a Chamber of seven judges, composed as follows:
Nina Vajić (Croatian), President, Khanlar Hajiyev (Azerbaijani), Dean Spielmann (Luxemburger), Sverre Erik Jebens (Norwegian), Giorgio Malinverni (Swiss), George Nicolaou (Cypriot), judges, Petros Pararas (Greek), ad hoc judge, and also Søren Nielsen, Section Registrar.
3. Summary of the judgment2
Complaints
Relying in particular on Articles 11 (freedom of assembly and association) and 14 (prohibition of discrimination), the applicants in the case of Emin and Others complained of the Greek courts’ refusal to register their association and the applicants in the case of Tourkiki Enosi Xanthis and Others of the court-ordered dissolution of the association Tourkiki Enosi Xanthis. In the case of Tourkiki Enosi Xanthis and Others the applicants also complained, under Article 6 § 1, of the excessive length of the proceedings.
Decision of the Court
In respect of Tourkiki Enosi Xanthis and Others, the Court declared the complaints based on Articles 11 and 14 admissible only regarding the association Tourkiki Enosi Xanthis and the following applicants: Orhan Hatziibraim, Ahmet Faikoglou, Birol Akifoglou, Loutfie Nihatoglou, Hiousniou Serdarzade, Rassim Hint. It declared the complaint based on Article 6 § 1 admissible only in respect of Tourkiki Enosi Xanthis.
Article 11
Emin and Others
Whilst reiterating that the taking of evidence was governed primarily by the rules of domestic law and that it was in principle for the national courts to assess the evidence before them, the Court was not satisfied that the Greek courts had based their finding that the association constituted a danger to public policy on the title “Cultural Association of Turkish Women of the Region of Rodopi” alone. It observed that it had not been possible to verify the intentions of the applicants in practice as the association had never been registered.
The Court observed that even supposing that the real aim of the association had been to promote the idea that there was an ethnic minority in Greece, this could not be said to constitute a threat to democratic society. There was nothing in the statute to indicate that its members advocated the use of violence or of undemocratic or unconstitutional means. The Court noted further that the Greek courts would have had the power to dissolve the association if in practice it pursued aims that were different from those stated in its statute or if it operated in a manner contrary to the law. Accordingly, the Court held, unanimously, that there had been a violation of Article 11.
Tourkiki Enosi Xanthis and Others
The Court referred at the outset to the radical nature of the measure dissolving the applicant association. It noted that the association had pursued its activities unhindered for nearly half a century. Furthermore, the Greek courts had not identified any element in the title or statute of the association that might be contrary to public policy.
The Court observed that even supposing that the real aim of the applicant association had been to promote the idea that there was an ethnic minority in Greece, this could not be said to constitute a threat to democratic society. It reiterated that the existence of minorities and different cultures in a country was a historical fact that a democratic society had to tolerate and even protect and support according to the principles of international law.
The Court also considered that it could not be inferred from the factors relied on by the Thrace Court of Appeal that the applicant association had engaged in activities contrary to its proclaimed objectives. Moreover, there was no evidence that the president or members of the association had ever called for the use of violence, an uprising or any other form of rejection of democratic principles. The Court considered that freedom of association involved the right of everyone to express, in a lawful context, their beliefs about their ethnic identity. However shocking and unacceptable certain views or words used might appear to the authorities, their dissemination should not automatically be regarded as a threat to public policy or to the territorial integrity of a country. Accordingly, the Court held, unanimously, that there had been a violation of Article 11.
Article 14 in conjunction with Article 11
In both cases the Court held that it was not necessary to examine separately the applicants’ complaints based on Article 14 taken in conjunction with Article 11.
Article 6 § 1
The Court noted that, in respect of the applicant association Tourkiki Enosi Xanthis, the proceedings in question had lasted more than 21 years. Having regard to the circumstances of the case, it considered that that was excessive and failed to satisfy the “reasonable time” requirement. Accordingly, it held, unanimously, that there had been a violation of Article 6 § 1.
***
The Court’s judgments are accessible on its Internet site (http://www.echr.coe.int).
Press contacts
Emma Hellyer (telephone: 00 33 (0)3 90 21 42 15) Tracey Turner-Tretz (telephone: 00 33 (0)3 88 41 35 30) Paramy Chanthalangsy (telephone: 00 33 (0)3 90 21 54 91) Sania Ivedi (telephone: 00 33 (0)3 90 21 59 45)
The European Court of Human Rights was set up in Strasbourg by the Council of Europe Member States in 1959 to deal with alleged violations of the 1950 European Convention on Human Rights.
1 Under Article 43 of the Convention, within three months from the date of a Chamber judgment, any party to the case may, in exceptional cases, request that the case be referred to the 17-member Grand Chamber of the Court. In that event, a panel of five judges considers whether the case raises a serious question affecting the interpretation or application of the Convention or its protocols, or a serious issue of general importance, in which case the Grand Chamber will deliver a final judgment. If no such question or issue arises, the panel will reject the request, at which point the judgment becomes final. Otherwise Chamber judgments become final on the expiry of the three-month period or earlier if the parties declare that they do not intend to make a request to refer.

2 This summary by the Registry does not bind the Court.

- -
Σολί Οζέλ συνομιλία με τον καθηγητή Καιρίδη


Ερ: Είμαστε εδώ με τον κ. Οζέλ καθηγητή
του πανεπιστημίου Μπιλγκί
της Κωνσταντινούπολης στη Τουρκία
και πρώτη μου ερώτηση είναι σχετικά
με τις πρόσφατες πολιτικές
εξελίξεις στη Τουρκία και
τη δικαστική υπόθεση κατά του
κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ και
του Πρωθυπουργού Ερντοάν,
Που βρισκόμαστε σήμερα και
ποια είναι η πιθανή εξέλιξη
σε αυτό το ζήτημα;

Απ:Η κατηγορούσα αρχή παρουσίασε
την υπόθεση και το κόμμα
αποφάσισε να παρουσιάσει
την υπεράσπιση του.
Δεν ζήτησε κάποια αναβολή για
την προετοιμασία της υπεράσπισης.
Θα είναι μια μακρά διαδικασία.
Υπάρχει μια περίπτωση ο κ. Ερντοάν
να κριθεί ένοχος
μαζί με κάποιους συνεργάτες του
και να απέχει από τις κομματικές
δραστηριότητες
για πέντε χρόνια !
Υπάρχουν κάποιες απόψεις που λένε
ότι θα μπορεί να κατέβει ανεξάρτητος
κι άλλες που θεωρούν το αντίθετο
αλλά θεωρητικά είναι νόμιμο...
Κι αν κλείσει το κόμμα θα υπάρξει
ένα νέο στη θέση του.
Αυτοί που έχουν εκλεγεί
θα συμμετέχουν στο νέο κόμμα.
Κι επειδή θα έχουν τη πλειοψηφία,
ο ηγέτης του νέου κόμματος
θα μπορεί να πάρει εντολή
από τον πρόεδρο
για να κυβερνήσει...
Θεωρώ επίσης ότι το ΑΚΡ θα προσφύγει
Για την απόφαση αυτή
στο ευρωπαϊκό δικαστήριο
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.



Ερ: Πριν πάμε στις συνέπειες
αυτής της απόφασης, θέλω
να σας ρωτήσω, μήπως όλα αυτά
δεν είναι αρκετά πειστικά
από την ευρωπαϊκή πλευρά βεβαίως.
Αλλά πως φτάσαμε εδώ;
Αν είχαμε αυτή τη συζήτηση πριν από
8 μήνες, στις 23 Ιουλίου του 07
αυτό που θα σας έλεγα κι αυτή είναι
η υπόθεση, ότι δηλαδή ζούμε
το "θρίαμβο της δημοκρατίας",
του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού
κι όλα πάνε μια χαρά...
Πως συμβαίνει σε 8 μήνες
το κυβερνών κόμμα που έχει
το 64% των ψήφων να βρεθεί
μπροστά στο συνταγματικό
δικαστήριο αντιμετωπίζοντας
κατηγορίες ακραίων εξωθεσμικών
πράξεων κατά του κοσμικού
πολιτικού συστήματος;


Απ: Υπάρχουν δυο απόψεις σε αυτό,
η πρώτη είναι αυτή που λέει ότι αυτοί
που προετοίμασαν την κατηγορία
παραδέχτηκαν ότι συγκέντρωναν
στοιχεία από το 2003, αν το έκανες
αυτό από τότε, σημαίνει πως ήδη
γνώριζες ότι υπάρχει θέμα αλλά
έψαχνες να βρεις αρκετό υλικό
για να νομιμοποιήσεις την άσκηση
δίωξης.
Με αυτή τη λογική
αυτό είναι πλέον αναπόφευκτο.
Υπάρχει κάποια αλήθεια σε όλα αυτά αλλά
δεν προχωρώ σε συμπεράσματα
ανεξάρτητα από το τι έκανε
πραγματικά το κόμμα αυτό.
Επίσης είδαμε πως το κυβερνών κόμμα
μετά τις 23 Ιουλίου παρουσίασε
μια διαφορετική στρατηγική,
δεν προχώρησε σε σημαντικές
μεταρρυθμίσεις όπως είχε υποσχεθεί
στους ψηφοφόρους του ακόμη και
στα οικονομικά δεν εφάρμοσε
το πρόγραμμα, πόσο μάλλον πολιτικά
και σε συνταγματικά θέματα έβαλε
το τελευταίο καρφί στο φέρετρο
ήταν που έπεσε στη παγίδα αλλαγής
του συντάγματος στο θέμα της μαντίλας
στις γυναίκες.
Το να κάνει αυτή την αλλαγή
είναι σημαντικό και θετικό, αλλά,
το να ασχοληθεί μόνο με αυτό και
να μην ασχοληθεί καθόλου
με τις άλλες μεταρρυθμίσεις
και υποσχέσεις του στοίχισε
την υποστήριξη των συνταγματολόγων
που μεμονωμένα δεν είναι πολύ
ισχυροί αλλά ως προς τη
νομιμοποίηση αυτών
των πράξεων είναι
πάρα πολύ
σημαντικοί.


Ερ: Με όλα αυτά πως θα περιγράφατε
τον Ερντοάν, ένα φαινόμενο
που κατάφερε να ακουστεί
κι έξω από την Τουρκία,
αυτός κι η πολιτική του...


Απ: Καταρχήν αν τον δούμε τα τελευταία
5 χρόνια σαν Πρωθυπουργό
έχει αλλάξει τη χώρα προς
το καλύτερο, αλλά επίσης
είναι αλήθεια ότι δεν τα βρήκε
με την Ε. Ε. ειδικότερα
με την απόφαση του ευρωπαϊκού
δικαστηρίου για τη μαντίλα,
αλλά σίγουρα η ατζέντα με την Ε. Ε.
από τότε που υπέβαλε αίτηση έναρξης
διαπραγματεύσεων το 2004 όπου
παρουσιάστηκε έγγραφο
της Προεδρίας της Ε. Ε. που έβαζε
το θέμα της Κύπρου σαν
προϋπόθεση για να λάβει
ημερομηνία έναρξης,
επηρέασε
το συναίσθημα αρνητικά,
ότι η Ε. Ε. δεν τήρησε
ουδέτερη στάση και κλόνισε
την εμπιστοσύνη του κι από τότε
άρχισε να ασχολείται με το κόμμα του
για τις επερχόμενες εκλογές.
Οπότε τα επόμενα 2,5 χρόνια
δεν έκανε και πολλά πράγματα,
ειδικότερα στη πρόοδο
των μεταρρυθμίσεων...
Ειδικότερα για το άρθρο 301
του συντάγματος που αναφέρεται
στην τουρκική υπόσταση, (τουρκισμό)
το κόμμα
κέρδισε χρόνο κι ο Πρωθυπουργός
δεν δεσμεύτηκε σε τίποτα...
Ο απολογισμός του Ερντοάν είναι
καλός κι είναι μακράν η πιο
δημοφιλής, η πιο πετυχημένη κι η πιο
έξυπνη πολιτική προσωπικότητα
της γενιάς του κι από την άλλη είναι
πολύ συναισθηματικός και
δεν έχει δεσμευτεί στις δημοκρατικές
φιλελεύθερες αρχές που όλοι
προσδοκούσαν από αυτόν και
ήταν αρκετά αιρετικός φραστικά
τελευταία αλλά με τέτοια πίεση
θα ήμουν αιρετικός κι εγώ...
Η "προνομιακή συνεργασία" μου
ακούγεται σαν μη ένταξη.
'Η θέλετε διαπραγματεύσεις
για πλήρη ένταξη ή όχι...
Υπάρχουν άνθρωποι στην Ε. Ε.
που λένε ότι είναι καλύτερα
να μην μπει η Τουρκία και υπάρχουν
πολλοί Τούρκοι που δεν θέλουν Ε.Ε.
Η δική μου άποψη είναι ότι
η Ε. Ε. κι η Τουρκία χρειάζονται
η μία την άλλη και θα κερδίσουν
η μια από την άλλη περισσότερα
από ότι θα ζημιώσουν, άρα λοιπόν
πρέπει να συνεχίσουμε τη
διαδικασία ένταξης πλήρους μέλους
και να μην χάσουμε χρόνο
σε "προνομιακές σχέσεις" γιατί
αυτό υπάρχει ήδη σήμερα.
Δεν υπάρχει άλλη χώρα με τέτοια
τελωνειακή σχέση με την Ε. Ε.
Το πολύ πολύ να μετέχει η Τουρκία
και στις αποφάσεις της τελωνειακής
ένωσης και να μετέχει και στο
σχεδιασμό ασφάλειας της Ε. Ε.
αλλά με πολιτικούς όρους
της Ευρώπης.
Αυτό είναι μια ασταθής πρόταση
γιατί δεν μπορείς να εμπλακείς
σε οικονομικές αποφάσεις, ούτε
σε θέματα ασφάλειας και ύστερα
να απέχεις από πολιτικά ζητήματα
παρά μόνο σε διπλωματικό επίπεδο.


Ερ: Ποια είναι η εναλλακτική λύση αν
το κόμμα κι ο Ερντοάν
τεθούν σε περιορισμούς, ποιες
εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν;


Απ: Εφόσον υπάρχει εκλογικό σύστημα
πρέπει να αγωνιστείς για να εκλεγείς
κι έχουμε δει το λεγόμενο
Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα
που είναι κάθε άλλο παρά
σοσιαλιστικό δημοκρατικό (και
για μένα είναι) έχει φτάσει
να παίρνει το 20-22% των ψήφων
μετά είναι το εθνικιστικό που είναι
θετικό προς την Ε. Ε. με 15%
κι η υποστήριξη του κόσμου προς την
Ε.Ε. δεν ξεπέρασε το 40%
Πιο σημαντικό είναι το ποσοστό
που δεν θέλει την Ε. Ε.
και ποτέ δεν αυξήθηκε είναι
ανάμεσα στο 25 με 30%
Αυτό σημαίνει πως οι αναποφάσιστοι
δεν πάνε στους "Δεν θέλω"
αλλά στο ποσοστό του "Δεν ξέρω"
που αυτό σημαίνει ότι παρά την
απογοήτευση από την Ε. Ε.
εξακολουθούν να τη θέλουν.
Με αυτές τις συνθήκες κάθε πολιτικό
κόμμα που θέλει να κυβερνήσει
αυτή τη χώρα πρέπει να λάβει
υπόψη του αυτό το αίτημα του λαού.
Μέχρι τώρα κανένα από τα δύο
κόμματα δεν έχει δώσει
τέτοιο μήνυμα που σημαίνει ότι
χάνουν τις εκλογές όποτε γίνουν.



Greece
Country Reports on Human Rights Practices - 2007Released by the Bureau of Democracy, Human Rights, and LaborMarch 11, 2008
Greece is a constitutional republic and multiparty parliamentary democracy with an estimated population of 11 million. In September the New Democracy Party won a slim majority of seats in the unicameral Vouli (parliament) in free and fair elections, and Konstantinos Karamanlis remained the prime minister. Civilian authorities generally maintained effective control of the security forces.
The government generally respected the human rights of its citizens; however, there were problems in several areas. Human rights abuses reported during the year included: numerous reports of abuse by security forces, particularly of illegal immigrants and Roma; overcrowding and harsh conditions in some prisons; detention of undocumented migrants in squalid conditions; restrictions on freedom of speech; restrictions and administrative obstacles faced by members of non‑Orthodox religions; detention and deportation of unaccompanied or separated immigrant minors, including asylum seekers; domestic violence against women; trafficking in persons; limits on the ability of ethnic minority groups to self-identify; and discrimination against and social exclusion of ethnic minorities, particularly Roma. Romani children were in some instances relegated to segregated schools and exploited through forced begging and forced labor while law enforcement officials took little action to protect them; Romani adults lacked access to adequate housing, medical care and, in many instances, water, electricity, and waste removal. Non-citizen Roma often faced dire circumstances, living in squalid and inhumane conditions in makeshift camps.
RESPECT FOR HUMAN RIGHTS
Section 1 Respect for the Integrity of the Person, Including Freedom From:
a. Arbitrary or Unlawful Deprivation of Life
There were no reports that the government or its agents committed any politically motivated killings; however, there were two reports that persons lost their lives due to official negligence, recklessness, excessive use of force and/or criminal intent.
In early August a Greek man was injured by the Coast Guard and died after he reportedly did not stop for a boat check. The Coast Guard ordered the suspect to stop; upon his failing to do so, Coast Guard officers opened fire, injuring the man. He was taken to a hospital where he died. Press reports alleged that the deceased was a member of a network smuggling aliens and narcotics to Greece.
In November a border guard shot and killed an Albanian who was attempting to illegally cross the border. The border guard was arrested and the case was pending at year's end.
In June the European Court for Human Rights (ECHR) found Greece in violation of Article 2 (right to life) in connection with the shooting in January 1998 that left Ioannis Karagiannopoulos, a Romani man, an invalid for life.
In July the ECHR unanimously found Greece in violation of article 2 (right to life) and cited several shortcomings in the inquiry into the fatal wounding of the 20-year-old Albanian immigrant Gentjan Celniku by an off-duty police officer in 2001 in Athens. The court awarded the applicants $42,400 (29,010 euros) for damages, costs and expenses.
Unlike the previous year, there were no reports of injury or death from landmines. Sixty-eight persons have died over the previous 16 years in the Evros minefields.
b. Disappearance
There were no reports of politically motivated disappearances.
c. Torture and Other Cruel, Inhuman, or Degrading Treatment or Punishment
The law prohibits such practices; however, police forces abused some persons, particularly immigrants and Roma.
In November the international nongovernmental organization (NGO) "Pro-Asyl" declared, after conducting two fact-finding missions in July/August on the Aegean islands of Samos and Chios, that the Greek Coast Guard systematically mistreated newly-arrived refugees. The group alleged that the Coast Guard tried to block immigrants' boats and force them out of Greek territorial waters. Pro-Asyl alleged that passengers were cast ashore on uninhabited islands or left to their fate on the open sea. In one reported case on the island of Chios, the group said that the degree of mistreatment amounted to torture (the reputed behavior included serious beatings, mock executions, electric shocks, and pushing a refugee's head into a bucket of water). Pro-Asyl reported that the police detained all refugees and migrants on their arrival on the islands, including minors, and that without exception, all new arrivals were placed under a deportation order without being given any information about their rights and without legal counsel. In December 2006, the Council of Europe's Committee for the Prevention of Torture (CPT) reported that, based on its 2005 visit to the country, the rights of persons in police detention centers were not respected in practice and that there continued to be widespread use of violence against persons deprived of their liberty. The CPT delegation doctors found that persons who had alleged mistreatment during interrogation or while in border guard stations were found to have injuries consistent with their allegations.
In March police officers reportedly beat Iraqi asylum seekers when they refused to board a bus to deport them to Turkey and instead insisted on filing asylum applications. In August the World Organization Against Torture (OMCT) expressed concern that authorities had not opened an investigation into the incident.
Amnesty International (ΑΙ) publicized reports of mistreatment of migrants and asylum-seekers. In September 2006, 40 migrants, including minors, who were attempting to board ships bound for Italy from the port of Patras were reportedly detained at the Patras Port Security Office and officials reportedly beat some of them.
In July the prosecutor ordered an inquiry into videos, aired by YouTube.com and on Greek television, showing seven officers abusing two Albanians in police custody reportedly after their arrest on drug charges, in June 2006. An arrest warrant was issued for two of the officers on felony charges and charges were brought against seven officers for torture and breach of duty. Five officers were suspended from duty.
During the year the ECHR ruled against the government in a number of cases involving police shooting, beating, or otherwise mistreating persons. For example, in January the ECHR found police brutality in the Alsayed Allaham case concerning the beating of a Syrian citizen in September 1998. In May 2007 the court ruled against Greece in a similar case concerning the beating of Dimitris Zelilof in December 2001. In December the ECHR unanimously found Greece in violation of Article 3 (prohibition of torture) and Article 14 (prohibition of discrimination) concerning the assault by police officers and subsequent lack of an effective investigation into the allegations of police brutality and racial motives in connection with the beating of a pregnant Romani woman which led to the miscarriage of her child. Greece was ordered to pay the victim $30,600 (21,000 euros) in damages.
In May a homicide police officer was arrested for attempted rape of a woman while on duty and in his police car. The case was pending at year's end.
AI reported that in 2006 a Bulgarian woman was detained on the island of Rhodes for illegal entry. Two men who allegedly arranged her transfer from Crete to Rhodes were charged with trafficking and pimping. The woman reported that after she was detained a police officer took her to his house, where he raped her. She also alleged that, when she was next taken to the police station, she was raped by another officer. Authorities opened a criminal investigation, and the two officers were charged with rape. The on-duty officer at the station and the police station commander were charged with neglect of duty. The trial was pending at year's end.
Police were more likely to abuse Roma than other minority groups. Immigrants, including Albanians, also accused police of abuse.
The CPT recommended measures to stamp out mistreatment by law enforcement officials that included investigating such allegations thoroughly and, where appropriate, imposing disciplinary and criminal sanctions. The committee also recommended the establishment of an independent police inspectorate and rigorous recruitment and training programs for the police. The CPT made an unexpected follow-up visit to prisons and police detention centers in February, the results of which had not been published by year's end. The visit's objective was to examine steps taken by the authorities to implement CPT recommendations made during its 2005 visit.
Prison and Detention Center Conditions
Prison conditions remained harsh due to continued overcrowding and outdated facilities. As of August, the Ministry of Justice reported that the total prison population was 10,772, while the official capacity of the prison system was 6,019.
There were reports of prison or detention center guards mistreating prisoners. In April protests erupted in several prisons around the country due to overcrowding and in response to reports that guards had beaten a high-profile anarchist in a jail outside Athens. In July inmates of the Diavata Thessaloniki prison alleged that they were beaten by prison guards.
There was one detention center death during the year that appeared to result from police negligence. In April a 20-year-old Albanian committed suicide while in police custody in Ilion, Athens. The young man hanged himself with a belt that had not been taken from him in contravention of detention rules.
In a 2005 visit, the CPT examined the treatment of persons detained by law enforcement authorities, focusing in particular on detention facilities for illegal immigrants in the eastern Aegean and Thrace. The delegation visited prisons, police detention centers, police stations, holding facilities for illegal immigrants, and psychiatric hospitals. In a December 2006 report on the visit, the CPT noted that prisons remained largely overcrowded and that prison violence appeared to be on the rise, that conditions of detention in police facilities generally were unsatisfactory and in certain cases amounted to inhuman or degrading treatment, and that facilities designed for holding suspects for short periods were used for prolonged incarceration. On February 20-27, the CPT made an unannounced follow-up visit to prisons and police detention centers; results of that visit had not been announced by year's end. In accordance with recommendations from the CPT and other international organizations, the government opened two new alien detention facilities, one in Samos in December with a capacity of 285 persons and another 300-person facility in Evros, Thrace.
AI found that minors were among refugees and migrants being held at the detention center on the island of Chios and that the center was overcrowded and lacked toilet facilities. Authorities detained five minors in the city of Volos for 45 days before transferring them to Athens where they were further detained.
The ombudsman for human rights stated in May that the increasing overcrowding was creating poor prison conditions and leading to discipline problems and criminal behavior in the prisons.
In March detainees in the Thessaloniki Police Station awaiting trial filed a complaint requesting their transfer to prisons. Many of them had been held in the station for over two months. In August inmates of a prison in northwestern Greece rioted to protest prison overcrowding. The prison was built to house 80 inmates but held 235 at the time of the riot. In September inmates of the Alikarnassos prison in Crete also rioted due to overcrowding. The prison had a capacity of 250 inmates, but reportedly held 390. At the high security Korydallos Prison in central Piraeus, many pretrial detainees were held with convicted prisoners. To help address overcrowding, authorities opened a new prison facility in March in Domokos, central Greece.
In April the CPT reported to the Council of Europe Parliamentary Assembly that detention center conditions in Peplos, Thrace, and on the Aegean island of Mytilini were unacceptable and that there were multiple shortcomings at the Chios judicial prison.
In June the UNHCR found that both juveniles and women were held alongside men at the alien detention center in Samos. A new center has since opened on Samos.
In 2006 the Council of Europe commissioner for human rights reported that local and international independent human rights observers were not consistently permitted access to prisons, police detention centers, or detention centers for illegal immigrants. In May the ombudsman for human rights formally complained that, for the two previous years, the Ministry of Justice denied his representatives access to prisons. The Ministry continued to deny the ombudsman access to prisons through year's end. International human rights observers reported fewer problems receiving permission for visits than did local human rights groups, and the International Committee of the Red Cross had a regular program for prison visits. However, there was insufficient access to detention centers for independent organizations wanting to screen for victims of trafficking in persons.
d. Arbitrary Arrest or Detention
The constitution and law prohibit arbitrary arrest and detention. However, police conducted large-scale sweeps and temporarily detained large numbers of foreigners, often under crowded and squalid conditions, while determining their residence status.
Role of the Police and Security Apparatus
The police are responsible for law enforcement and maintenance of order within the country and are under the authority of the Ministry of the Interior, Department of Public Order. The Coast Guard is responsible for law enforcement in territorial waters and is under the authority of the Ministry of Mercantile Marine. While the country's law enforcement agencies were generally effective, police did not adequately deal with self-styled "anti-imperialist" anarchists, who used crude gas canister bombs and Molotov cocktails to attack property, government offices, targets representing "Western interests," and the police, particularly in central Athens.
Police corruption continued to be a problem. While a police anticorruption unit investigated alleged abuses, human rights and antitrafficking groups asserted that anticorruption efforts needed to be given higher priority. The ombudsman for human rights and NGOs noted that the Bureau of Internal Affairs' investigations determined culpability in very few cases and that the penalties handed down were disproportionately lenient.
In December the media complained about light administrative sentences, which ranged from 15 days to six months' suspension, given to seven police officers involved in a police brutality incident against a Cypriot student during the November 17 rallies of 2006. All seven officers were also facing criminal charges in connection with the beating.
In 2006 the Council of Europe's commissioner for human rights reported that few cases against law enforcement personnel were brought before the courts and that courts were lenient in addressing cases involving law enforcement personnel. The commissioner noted that authorities' failure to examine cases of mistreatment by law enforcement personnel remained of particular concern and that the government needed to review the mechanisms to address corruption and allegations of abuse by law enforcement.
In September authorities arrested a Coast Guard lieutenant commander and a junior officer on charges of taking bribes to facilitate the sea transport of illegal migrants through their area of jurisdiction. The Thessaloniki Naval Court convicted the two officers and gave them suspended sentences. Both officers were suspended from their duties.
On October 3, Thessaloniki Security Police announced the arrest of an Air Force officer on charges of forgery. The suspect was arrested for attempting to counterfeit the seals of police stations in Patras and Pyrgos as well as the seal of a police officer serving in the security police department of Thessaloniki. Charges were filed and the matter remained under investigation at year's end.
During the year the Police Bureau of Internal Affairs took several disciplinary measures, including dismissal and suspension, against officers involved in corruption, primarily for forging documents and taking bribes. Most charges against police involved violation of duty, false certificates, abuse of power, corruption, violations with arms and explosives, illegal release of persons in police custody, pimping, and violations related to alien registration.
For example, in May the Bureau of Internal Affairs arrested the director of a police station in Nea Ionia, Athens for accepting a $51,100 (35,000 euros) bribe from the friend of a prisoner. The bribe was to fix the trial outcome and to ensure a favorable decision on appeal that would result in a suspended sentence. The police director was suspended from duty and was awaiting trial at year's end.
The former Ministry of Public Order (now under the Ministry of Interior) conducted regular training to address a variety of problems, including corruption and police abuses. The ministry also issued a code of conduct, booklets and other material to police officers to promote reform.
Arrest and Detention
The law requires judicial warrants for arrests, except when they are made during the commission of a crime, and prohibits arbitrary arrest orders. Authorities generally respected these provisions in practice. Police are required to bring persons who are detained or arrested before an examining magistrate within 24 hours. The magistrate is required to issue a detention warrant or order their release within three days unless special circumstances justify a two‑day extension of this limit. Bail is available for defendants detained or arrested on felony charges, unless the judicial officer determines that it would not be adequate to ensure the defendant's appearance at trial or that the defendant is a flight risk or danger to the community.
The law provides that persons in detention have the right to contact a close relative or another third party, to have access to a lawyer, and to have access to a doctor; however, during its 2005 visit to the country, the CPT found that the government did not respect these rights in practice. The CPT heard a number of allegations that access to a lawyer had been delayed for periods of up to three days. In most of these cases, the persons detained--mainly foreigners--alleged that they were mistreated during arrest and interrogation. The CPT received a number of complaints from illegal immigrants in detention that they were provided information sheets explaining their rights in only the Greek language and that they were either coerced physically or threatened with mistreatment to ensure they signed the information sheets.
Defendants have the right to legal counsel. In felony cases the bar association provides lawyers to defendants who prove they cannot afford legal counsel.
Defendants brought to court on the day following the alleged commission of a misdemeanor may be tried immediately under expedited procedures. Although legal safeguards, including representation by counsel, apply in expedited procedure cases, the short time period limited defendants' ability to present an adequate defense. Defendants may request a delay to prepare a defense, but the court is not obliged to grant their request. Expedited procedures were used in less than 10 percent of applicable cases.
The ombudsman for human rights asserted in his 2007 annual report that the number of complaints of police taking citizens to detention centers for arbitrary identity checks, using insulting language and threats of force, and conducting bodily searches in public remained at the same high levels as in the past. Police reportedly targeted persons based on their race, color, nationality, or presence in high-crime areas.
In 2005 the chief prosecutor of the Supreme Court opened an investigation into allegations made by 28 Pakistanis resident in Greece that they were abducted in 2005, hooded, held for up to seven days in a secret location, and interrogated by persons who claimed to be police officers. One of the claimants also alleged that he was beaten. The minister of public order reported that up to 5,000 foreign national residents were legally questioned following the July 2005 London bombings, but that no abuses occurred. In May 2006 the prosecutor filed abduction charges against unidentified suspects after completing a four-month investigation and established that at least 14 Pakistanis were abducted. The case remained pending at year's end.
The law allows pretrial detention for up to 18 months for cases involving alleged felonies and for up to nine months for misdemeanors involving "multiple, accidental manslaughters." Some defense lawyers asserted that pretrial detention was supposed to be reserved for exceptional cases but had become the norm. They also argued that it was excessively long and that although the Code of Criminal Procedure expressly excludes "seriousness of the crime" as a criterion, it is usually the main reason for extended detention in practice. A panel of judges may release detainees pending trial, with or without bail. Pretrial detainees made up approximately 30 percent of those incarcerated and contributed to prison overcrowding, according to figures provided by the Ministry of Justice.
e. Denial of Fair Public Trial
The law provides for an independent judiciary, and the government generally respected this provision in practice; however, observers reported that the judiciary was subject to influence. On several occasions in 2006 and 2007, the ECHR penalized the government for unreasonably long trials and found the Greek court system to be inefficient. During the year a number of judges were under investigation or had been dismissed on corruption-related charges. There were several ongoing corruption-related criminal cases for as many as twenty judges. The judiciary acted more leniently toward those claiming a political motivation for their acts of property destruction (so-called anarchists) than it did for those who did not claim a political motivation. For example, anarchists were frequently given suspended prison sentences in lieu of prison time or punitive fines.
The judicial system consists of three levels of civil courts (first instance, appeals, and supreme), three levels of criminal courts (first instance, divided into misdemeanor and felony divisions; appeals; and supreme), appointed judges, and an examining magistrate system, with trials by judicial panels.
Trial Procedures
The law provides for the right to a fair trial, and an independent judiciary generally enforced this right. Trials are public in most instances, and juries are used in all first and second-degree felony cases. An antiterror statute permits denial of the right to a jury trial in cases of violent terrorism. Defendants have the right to be present and to consult with an attorney in a timely manner. An attorney is provided at public expense if indigent defendants face serious criminal charges. Defendants may confront and question witnesses against them and present witnesses and evidence on their behalf. Defendants and their attorneys have access to government-held evidence relevant to their cases. Defendants enjoy a presumption of innocence and have the right to appeal. Defendants who do not speak Greek have the right to a court‑appointed interpreter. According to several immigrant associations in Athens, the low fees paid for such work often resulted in poor interpretation. Foreign defendants who used these interpreters frequently complained that they did not understand the proceedings at their trials. Defendants often were not advised of their rights during arrest in a language that they could understand. Several complained that they were not shown the Hellenic Police Informational Bulletin, which contains prisoners' rights in a variety of languages, and that they were forced to sign blank documents later used for their deportation.
The government recognizes Shari'a (the Muslim religious law) as the law regulating family and civic issues of the Muslim minority in Thrace.
Political Prisoners and Detainees
There were no reports of political prisoners or detainees.
Civil Judicial Procedures and Remedies
There is a generally independent and impartial judiciary in civil matters. There are no administrative remedies available beyond the judicial remedies for alleged wrongs.
f. Arbitrary Interference with Privacy, Family, Home, or Correspondence
The law prohibits such actions; however, these provisions were not always respected in practice.
Police and prosecutors regularly conducted raids and searches of Romani neighborhoods, frequently entering Romani homes without authorization in search of criminal suspects, drugs, and weapons. Local authorities threatened to evict, and evicted, Roma from camps and tent dwellings during the year, often in violation of the law.
Section 2 Respect for Civil Liberties, Including:
a. Freedom of Speech and Press
The constitution and law provide for freedom of speech and of the press, and the government generally respected these rights in practice; however, legal restrictions on free speech remained in force. The law prohibits exposing to danger of disturbance the friendly relations of the Greek state with foreign states, spreading false information and rumors liable to create concern and fear among citizens or cause disturbances in the country's international relations, and inciting citizens to rivalry and division leading to disturbing the peace or acts of violence. However, these prohibitions were very rarely invoked. In most criminal defamation cases, defendants were released on bail pending appeal without serving time in jail.
Individuals could criticize the government publicly or privately without reprisal and the government did not attempt to impede criticism.
In June police confiscated a video art show as "indecent" art. The show's curator Michalis Argyros was arrested and spent one night in jail. He and the creator of the video were charged with breaking the indecency law on the basis of the film, which depicted 1960's era pornography set against the soundtrack of the Greek national anthem. The show curator was acquitted in December.
There were numerous independent newspapers and magazines in circulation and they generally expressed a wide variety of views without restriction.
The law provides that the government exercise "immediate control" over radio and television and establishes ownership limits on media frequencies. However, independent radio and television stations were active and expressed a wide variety of views with little government restriction. State-operated stations tended to emphasize the government's views but also reported objectively on other parties' programs and positions.
The Muslim minority of Thrace, the International Press Institute and the South-East Europe Media Organization complained that a new media law, passed in July, requires radio and television stations to broadcast primarily in Greek to be eligible for the required government permit. They assert that the law will effectively block minorities from accessing information in their own languages.
The law allows for seizure, by order of the public prosecutor, of publications that insult the president, offend Christianity "or any other known religion," contain obscene articles, advocate violent overthrow of the political system, or disclose military and defense information. The government did not charge any individuals with violation of this law during the year.
The law punishes "whoever intentionally incites others to actions that could provoke discrimination, hatred or violence against persons or groups of persons on the basis of their race or ethnic origin or expresses ideas insulting to persons or to groups of persons because of their race or ethnic origin." Two cases were brought to court for expressing allegedly anti-Semitic or racist ideas: a suit filed by Greek Helsinki Monitor (GHM) against the extreme-rightwing newspaper Eleftheros Kosmos for having publicly expressed ideas offensive to Roma because of their ethnic origin that was scheduled to be heard in February 2008, as well as another case brought by GHM and the Central Board of Jewish Communities against the newspaper Eleftheros Kosmos and former Popular Orthodox Rally party (LAOS) candidate Kostas Plevris for racism and anti-Semitism. In December the court convicted Plevris and sentenced him to a 14-month suspended sentence for inciting hatred and racial violence through his book "The Jews – The Whole Truth". Plevris stated that he will appeal the ruling. Eleftheros Kosmos was acquitted.
Internet Freedom
There were no government restrictions on access to the Internet or reports that the government monitored e-mail or Internet chat rooms. Individuals and groups could generally engage in the peaceful expression of views via the Internet, including by e-mail. Internet was available throughout the country and widely used.
There were no developments in the 2006 case against an Internet blog administrator who was charged with libel and defamation, based upon comments that appeared in one of the blogs under his administration. The matter remained pending at year's end. The comments allegedly used the word "stupid" to describe a nationalistic television religious evangelizer who claimed that all things on earth come from Greece and from ancient Greeks.
The case of an Internet artist, who was arrested in 2005 on charges of Internet fraud for creating a satirical web site that described corruption in civil service hiring, was scheduled to be tried in June but the trial was postponed indefinitely.
Academic Freedom and Cultural Events
The government did not restrict academic freedom or cultural events.
b. Freedom of Peaceful Assembly and Association
Freedom of Assembly
The law provides for freedom of assembly, and the government generally respected this right in practice.
The Police Disciplinary Council gave a 15-day suspension to the police director who in November 2006 severely beat a Cypriot student during a protest commemorating the 1973 student uprising against the military junta.
In June 2006 the UN special rapporteur on contemporary forms of racism, racial discrimination, xenophobia and related intolerance called on the government to respond to a human rights activist's allegations that he was illegally held at a police station for four hours in 2005 and told that he was under arrest after participating in demonstrations against the expulsion of Romani children from their school. In June 2007 the special rapporteur announced that he had not received any communication from the government and noted that, if the government would not respond, he would no longer treat the case as an allegation but as a proven fact.
Freedom of Association
The law provides for freedom of association; however, the courts continued to place legal restrictions on the names of associations involving certain ethnic minorities.
In October 2006 the group Home of Macedonian Culture took its case regarding the denial of the organization's legal status to the Supreme Court, where it remained pending at the end of 2007.
c. Freedom of Religion
The law provides for freedom of religion; however, non‑Orthodox groups at times faced administrative obstacles or legal restrictions on religious practices.
The law establishes the Eastern Orthodox Church of Christ (Greek Orthodoxy) as the "prevailing" religion. The Greek Orthodox Church continued to exercise significant political and economic influence. The government financially supported the Greek Orthodox Church and paid the salaries and some expenses of the two official Muslim religious leaders in Thrace. Jewish leaders requested that the government pay rabbis' salaries, given its practice of paying Orthodox priests' and Muslim muftis' salaries; the government had not responded to this request by year's end.
The government, by virtue of the status of the Greek Orthodox Church as the prevailing religion, recognizes de facto its canon law. Privileges and legal prerogatives granted to the Orthodox Church are not extended routinely to other recognized religions. Orthodox Church officials refused to enter into dialogue with religious groups that they considered harmful to Orthodox worshippers, and they instructed their members to shun followers of these faiths.
Only Greek Orthodoxy, Islam, and Judaism are recognized as "known religions." No formal mechanism exists to gain recognition as a "known religion." Recognition is granted indirectly by applying for and receiving a "house of prayer" permit from the Ministry of Education and Religion. New religions had problems obtaining these permits.
Several religious denominations reported difficulties dealing with authorities on a variety of administrative matters, including gaining recognition as a "known religion," opening new houses of worship, and moving a house of worship from one location to another.
According to Ministry of Education and Religion officials, applications for additional places of worship were numerous and were approved routinely once a recognized religion received a permit; however, members of the Church of Scientology have not been able to register or build a house of prayer. Two different groups that follow the ancient polytheistic Hellenic tradition have applied twice since 2003 for a house of prayer permit but the Ministry responded to one of the groups saying that it would delay its formal response "due to the seriousness and peculiarity of the matter." Members of Jehovah's Witnesses have five pending house-of-prayer permit requests dating from 2005. The group sent a protest letter to the ombudsman in December 2006, but had received no response by the end of 2007. Members of Jehovah's Witnesses reportedly filed an additional four applications for permits for Kingdom Halls during the year. The group had not received a reply, and construction approval was pending due to bureaucratic delays.
Although parliament approved a bill in 2000 allowing construction of the first Islamic cultural center and mosque in an Athens suburb, construction had not started by year's end. In 2006 the government passed legislation providing for the establishment of a mosque (without a cultural center) in the central Athens neighborhood of Votanikos, as opposed to the initial site chosen in an outlying suburb in Attica. Leaders of the local Muslim community expressed satisfaction with the new proposed location, but submitted a written request for action on the matter to the education and religions minister in October calling the issue "one of grave importance" to the Muslims of Athens, who according to the letter numbered in the "hundreds of thousands." In the meantime, Arab Muslims in Athens established a Muslim Cultural Center at an old abandoned factory in Moschato, Athens. The facilities, which opened in June, included a place of worship for as many as 2,000 persons. This unofficial Mosque operated without a house-of-prayer permit from the Ministry of Education and Religion. Other Muslims continued congregating in dozens of unofficial prayer rooms and were forced to travel to Thrace for official weddings and funerals because there were no official Muslim clerics outside Thrace.
Muslims are accorded the status of an official minority in Thrace, and the government selects two official Muslim religious leaders, or muftis, there. While part of the community accepted the two officially appointed muftis, some Muslim males "elected" two different muftis.
Non-Orthodox citizens claimed that they faced career limits in the military, police, fire‑fighting forces, and civil service due to their religion.
The law specifically prohibits proselytizing and stipulates that religious rites must not disturb public order or offend moral principles. Members of missionary faiths reported occasional instances of police harassment, for example, identity checks and detention under anti-proselytizing laws, but continued to note an improvement during the year. Church officials from missionary faiths expressed concern that anti-proselytizing laws remained on the books, although such laws did not seriously hinder their activities. Police occasionally detained members of the Jehovah's Witnesses for identity checks. In all cases, after one to several hours, the persons were released. Both groups reported that the number of incidents of this kind of interference has decreased dramatically in recent years. Members of Jehovah's Witnesses, however, still reported approximately 30 such detentions during the year.
Religious instruction is mandatory for all Greek Orthodox students in primary and secondary schools, but not for non‑Orthodox students. Some schoolbooks contained negative references to Roman Catholicism, Judaism, Jehovah's Witnesses, and the ancient polytheistic Hellenic tradition. In 2006 the ombudsman wrote a letter to the Ministry of National Education and Religions expressing the hope that the Pedagogical Institute (the competent authority for schoolbooks) would proceed with the necessary revision of the controversial chapters in new editions of the schoolbooks. In October 2006 the ombudsman wrote a second letter to the Ministry of Education and Religions, requesting to be informed of the results of his suggestions.
Since schools did not supervise non-Orthodox children while Greek Orthodox children were taking religious instruction, non-Orthodox parents complained that they were effectively forced to have their children attend Greek Orthodox classes. In Thrace the government subsidized public schools for the Muslim minority and two Koranic schools. Turcophone activists criticized the quality of instruction at the minority schools and the state-sponsored Pedagogical Academy that trains teachers. In September 2006 the government began a pilot program of teaching Turkish as a foreign language in five public high schools in Thrace. Turkish teachers expressed reservations about the program and ultimately refused to teach Turkish in these schools. The program remained inactive at year's end.
Societal Abuses and Discrimination
Members of non-Orthodox faiths reported incidents of societal discrimination, such as local Greek Orthodox bishops warning parishioners not to visit clergy or members of these faiths and requesting that police arrest missionaries for proselytizing. Some non-Orthodox religious communities encountered difficulty in communicating with officials of the Orthodox Church and claimed that the attitude of the Orthodox Church toward their faiths has increased societal intolerance toward their religions. However, with the exception of the growing Muslim population, most members of non-Orthodox faiths considered themselves satisfactorily integrated into society.
The Orthodox Church maintained on its Web site a list of religious groups, including Mormons, Jehovah's Witnesses, evangelical Protestants, Scientologists, Baha'is, and others, that it considers sacrilegious.
The Roman-Catholic cemetery of Chania was vandalized in October by unknown perpetrators who destroyed tombs and monuments.
The Jewish community has approximately 5,000 members. Expressions of anti-Semitism continued to occur, particularly in the extremist press. The mainstream press and public often mixed negative comments about Jews with criticism of Israel and its government.
On October 5, 2007, while vacationing in Greece, Nick Kolyohin, 24 from Tel Aviv, was beaten by a group of youths, apparently from Albania, in a violent anti-Semitic attack.
On September 17, an ultra-right Greek political party LAOS won 3.8 percent of the popular vote to gain 10 parliamentary seats in national elections. The party leader Giorgos Karatzaferis has publicly stated that the party is not racist or anti-Semitic, but he has frequently denied that the Holocaust occurred, accused "the Pope and the Jews" of a conspiracy against Greece, and at various times claimed that 136 of the country's members of parliament are Freemasons.
Vandalism of Jewish monuments decreased, although in February swastikas were painted on an out-of-use synagogue in Veria and in March swastikas appeared in a cemetery in Ioannina. The government condemned the vandalism but did not find the perpetrators.
The Central Board of the Jewish Communities of Greece and the GHM continued to protest the Easter tradition of the burning of a life-size effigy of Judas, sometimes referred to as the "burning of the Jew," by state agencies including the Athens News Agency, the National Tourism Organization and Agrotouristiki (a government agency used to promote rural tourism). The Jewish Communities and the GHM maintained that this tradition propagated hatred and fanaticism against Jews. The Orthodox Church and the Wiesenthal Center wrote formal objections to this tradition. The Jewish Community also protested anti-Semitic passages in the Holy Week liturgy. The Jewish community reported that it remained in dialogue with the Orthodox Church about the removal of these passages.
Two cases against newspapers for expressing allegedly anti-Semitic ideas remained pending in the courts. On December 18, the Court heard arguments arising from a case brought by GHM and the Central Board of Jewish Communities against the newspaper Eleftheros Kosmos and former LAOS party candidate Kostas Plevris for racism and anti-Semitism. In his May 2006 book, "Jews: The Whole Truth," attorney Kostas Plevris glorified Adolf Hitler and called for the extermination of the Jews. He declared himself "a Nazi, a fascist, a racist, an antidemocrat, an anti-Semite." On December 18, the court convicted Plevris and sentenced him to a 14-month suspended sentence for inciting hatred and racial violence over his book "The Jews – The Whole Truth." Plevris stated that he intended to appeal the ruling. Eleftheros Kosmos was acquitted of the charges.
The government cosponsored commemorative events in Athens and Thessaloniki in January for Holocaust Remembrance Day. The Ministry of Education distributed materials about the history of the Holocaust to be read in all schools on Holocaust Remembrance Day and informed schools of educational courses available through the Jewish Museum of Athens.
For a more detailed discussion, see the 2007 International Religious Freedom Report.
d. Freedom of Movement, Internally Displaced Persons, Protection of Refugees, and Stateless Persons
The law provides for free movement within the country, foreign travel, emigration, and repatriation, and the government generally respected these rights in practice.
The law prohibits forced exile, and the government did not employ it.
The law permits the government to remove citizenship from persons who commit acts contrary to the interests of the country for the benefit of a foreign state. While the law applies to citizens regardless of ethnicity, historically it has been enforced in virtually all cases against persons who identified themselves as ethnic "Macedonians." The government did not reveal the number of such cases, but it was reported to be low, and there were no reports of new cases during the year.
Due to serious bureaucratic problems in the legalization process for immigrants, many aliens were in a semilegal status, holding expired residency permits in the process of renewal. Many of these were subject to deportation without legal process following police sweeps. The law provides for legalization of undocumented immigrants who can prove by a visa stamp or possession of a tax roll number that they entered the country before the end of 2004. Immigrants and human rights organizations complained that out of an estimated 450,000 undocumented immigrants, only 180,000 were legalized under the this provision due to stringent application requirements and because many immigrants did not meet qualifications for legal entry into the country. In June the government established a National Committee for the Social Integration of Immigrants.
Protection of Refugees
The law provides for the granting of asylum or refugee status in accordance with the 1951 UN Convention relating to the Status of Refugees and its 1967 protocol. However, the government largely has not implemented a 1999 presidential decree that brought the law into compliance with the standards of the UN High Commissioner for Refugees (UNHCR) with regard to asylum procedures. In practice the government provided very limited protection against refoulement, the return of persons to a country where there was reason to believe they feared persecution.
Although the UNHCR observed an attempt by the government for a more realistic and humanitarian approach to refugees during 2007, the office, together with the Greek Council for Refugees, the ombudsman for human rights, the European Commission against Racism and Intolerance, AI, and the Council of Europe commissioner for human rights, expressed concern that very few applicants were granted asylum and that new arrivals that might include potential asylum seekers were at risk of refoulement. In March the ombudsman for human rights noted that, although the Aliens Police Directorate had made progress in receiving asylum applications, overall the asylum application process remained a problem, primarily due to selective acceptance and processing procedures for asylum applications at the police aliens' sections throughout the country. During 2006 the government granted refugee status to 128 out of 12,267 applicants. The overall refugee recognition rate, including humanitarian status granted to 64 persons, was 1.2 percent. The UNHCR remained concerned over the very low recognition rate.
Although the government cooperated with the UNHCR and other humanitarian organizations in assisting refugees and asylum seekers, the UNHCR, AI, and the ombudsman for human rights expressed concern over the country's asylum policy and practices. They cited a number of specific problems, including a lack of permanent reception facilities with decent living conditions; the use of ad hoc facilities (primarily on the islands when a boatload of refugees arrived); underdeveloped systems to provide for refugee welfare; insufficient counseling to assist in the integration of refugees and asylum seekers; and a lack of appropriate facilities for unaccompanied minors who were potential asylum seekers. In 2006 the UNHCR issued a position paper on refugee protection with 25 recommendations for the government regarding: improvement of reception capacity and living conditions; provision of legal counseling; and protection for asylum-seeking children, women, and victims of human trafficking. In response the government opened three new detention facilities during the year. In March the ombudsman pointed out inadequacies in laws for detaining and deporting underage foreign nationals, including asylum seekers, and a lack of infrastructure and services for handling juvenile detainees who tried to enter the country illegally or sought asylum. In 2006 the ombudsman recommended that the Ministry of Public Order add staff to handle the 50,000 pending asylum applications, simplify asylum procedures, and follow UNHCR recommendations and guidelines. As a result, the government improved procedures for accepting applications at the Attika Aliens Police Division, resulting in a large increase in the number applications received, from 9,050 in 2005 to 12,270 in 2006.
Conditions for illegal immigrants and asylum seekers detained by authorities were generally unsatisfactory (see Section 1.c.).
The CPT reported that most detention centers for illegal immigrants it visited in 2005 were in a poor state of repair, unhygienic, and lacking in basic amenities. In particular, Coast Guard facilities to house illegal immigrants detained on the islands of Chios and Mytilini were unacceptable. Detainees were held in metal containers lacking functioning hygienic facilities, natural light, and ventilation. The CPT recommended that such containers should never be used to hold persons for more than a few hours and should always be equipped with suitable facilities and ventilation.
In August the OMCT asserted that there had been no improvement in detention conditions at either the Thessaloniki Transfer Center or in the Aliens' Division of the Thessaloniki Police. The OMCT alleged that the conditions amounted to inhuman and degrading treatment.
The ombudsman for human rights found that the country lacked permanent holding facilities for illegal aliens that would meet basic standards for decent living. It found that, on many occasions, the government sought ad hoc facilities whenever a boatload of asylum seekers arrived. After visiting the country, the UNHCR representative in Greece stated that, although some progress had been made in Mytilini and much progress in Samos in providing information, legal counseling and medical care to illegal entrants and registering their asylum claims, there was still an urgent need for interpreters in basic origin languages (Arabic, Farsi etc.). The UNHCR representative and local human rights advocates deplored the conditions of the detention center on Samos, where detainees had no access to a yard. Thirty-eight unaccompanied minors were incarcerated alongside adults; during his visit, the ombudsman also observed seven Somali women (who he thought may have been victims of trafficking) being held in the center. The UNHCR reported in October that the Samos facility hosted more than 390 refugees, over three times its stated capacity of 120. That center has since closed and an improved facility has been opened.
In 2005 the Council of Europe human rights commissioner and the CPT found that a newly constructed short-term detention and transit facility at Petrou-Ralli for persons awaiting deportation was unsuitable for stays over two days. However, in practice persons were confined for three months in cells that contained up to eight persons with only cement beds, very limited access to showers, and brief exercise possibilities. The CPT noted that the facility's design was extremely poor and that it totally lacked communal spaces. During the year authorities continued to use the Petrou-Ralli facility to confine illegal immigrants for up to three months under these conditions.
The UNHCR observed in July an uneven improvement of detention conditions at border areas, and conditions in many areas remained substandard. Moreover, inadequate counseling to ensure the accurate identification of asylum seekers, lack of interpreters in basic refugee origin languages was prevalent, while in July, at the detention center of Mytilini, the UNHCR found unaccompanied minors held alongside adults.
In its 2007 annual report, AI found that the government failed to allow asylum-seekers access to the country and continued to return them to their country of origin, without receiving legal aid or having access to asylum procedures. AI reported that, in September 2006, 118 persons who had been shipwrecked on the island of Crete two weeks earlier were expelled to Egypt without being given access to either lawyers or AI representatives who had requested to meet them.
In June the UNHCR urged the government to do more for Iraqi refugees, who had little or no chance of obtaining asylum.
Stateless Persons
Citizenship is derived from one's parents and not by birth within the country's territory. The Ministry of Interior reported to parliament in 2005 that 46,638 Muslims from Thrace and the Dodecanese islands lost their citizenship when they left the country between 1955 and 1998. The law that permitted this divestment of citizenship was repealed in 1998, and these "stateless" residents are eligible to recover their citizenship as long as they live in Greece. According to the Ministry of Foreign Affairs, by December 2005 there were 25 to 30 persons in possession of government-issued identification documents characterizing them as "stateless." By year's end the ministry reported that all of the 25 to 30 stateless persons had applications pending for citizenship through naturalization. In March the ombudsman for human rights noted that delay in processing applications for recovering citizenship was "excessive and unjustified." According to the Ministry of Foreign Affairs, the Ministry of Interior made no decisions on the applications by year's end. Stateless residents were denied access to state benefits such as social security, medical care, and pensions.
Section 3 Respect for Political Rights: The Right of Citizens to Change Their Government
The constitution and law provides citizens the right to change their government peacefully, and citizens exercised this right in practice through periodic, free, and fair elections held on the basis of universal suffrage.
Elections and Political Participation
The country held parliamentary elections in September; the elections were considered free and fair. Five parties passed the 3 percent threshold requirement and won seats in parliament. Opposition parties functioned freely and had broad access to the media.
Romani representatives reported that local authorities often deprived Roma of the right to vote by refusing to register them. Many Roma had difficulty meeting municipal residency requirements to register to vote.
Voting is mandatory for citizens over age 18, according to the law; however, there are many conditions under which citizens may be exempted, and the government did not apply a penalty for not voting.
There were 49 women in the 300‑seat parliament and two women in the 17-member cabinet. A quota system requires 30 percent of all local government candidates to be women. At the three high courts, there were 14 women out of 61 council of state justices, 28 women out of 59 supreme administrative court justices, and three women out of 62 Supreme Court justices.
There were two members of the Muslim minority in the new 300-member parliament; there were no minority members in the cabinet.
In September a candidate for parliament running in Thrace received media attention for identifying himself as a Turk, rather than as a Muslim. When the prime minister was asked about the statement of the candidate, who was from his own party, he replied that individual self-determination is an established right by the European Union but that "collective identification does not agree with the Lausanne Treaty that stipulates that the Thrace minority is Muslim."
A government-appointed regional administrator of Eastern Macedonia and Thrace has statutory responsibility for oversight of rights provided to the Muslim minority in Thrace, but the Ministry of Foreign Affairs retains an important advisory role.
Government Corruption and Transparency
The law provides criminal penalties for official corruption; however, officials sometimes engaged in corrupt practices with impunity. The World Bank's worldwide governance indicators reflect that corruption was a serious problem.
International and domestic NGOs stated that anticorruption efforts needed to be a higher government priority. Mutual accusations of corruption between political parties were a daily staple of political life. Prime Minister Karamanlis has made anticorruption a key element of his party's program, and the government was pursuing an in-depth investigation into judiciary corruption as well as steps to trace and apprehend corrupt tax collectors and law enforcement officers.
Employment Minister Savas Tsitouridis was forced to resign in April when it was revealed that one of his key staff members was under a prosecutor's investigation for suspicious stock exchange transactions. Likewise, his successor, Employment Minister Vassilis Maginas resigned in December, in response to allegations of corruption, including illegal aliens working at his residence.
Media reported that Kilkis mayor Dimitris Terzidis received a six-month suspended sentence on November 20 for breach of duties after the mayor failed to close down three local bars despite police evidence of regulation violations.
In December 2005 the former general director/acting consul at the Greek Consulate in Kyiv, the consulate's messenger, three foreign employees, and a policeman in Thessaloniki were criminally charged in Thessaloniki for allegedly cooperating in issuing approximately 2,500 illegal tourist visas to Ukrainian citizens for $200,000. The case was pending at year's end.
There are income disclosure laws for high-ranking public officials and members of the parliament.
The constitution provides for the right of access to government-held information, and in practice the government granted access for citizens and noncitizens, including foreign media.
Section 4 Governmental Attitude Regarding International and Nongovernmental Investigation of Alleged Violations of Human Rights
A wide variety of domestic and international human rights groups generally operated without government restriction, investigating and publishing their findings on human rights cases. Government officials were cooperative with some NGOs. However, the ombudsman for human rights and the GHM characterized the government-NGO relationship as poor. The ombudsman for human rights charged that the government avoided cooperating with NGOs that "could remedy the shortcomings of the administration."
The government permitted the Council of Europe's Committee for the Prevention of Torture to conduct periodic visits to prisons, detention centers, and mental hospitals, most recently in February.
Despite calls by the UN special rapporteur on the sale of children, child prostitution, and child pornography for the government to appoint a lead person on children's issues, the government has failed to do so. There have been no improvements to the institutional capacity for protecting unaccompanied minors or street children. The government still has not submitted to parliament for ratification the pending bilateral child repatriation agreement with Albania. There have been repeated calls for the state to take specific measures to improve the living conditions of Roma and give Romani children alternatives to street work and prostitution. This problem, however, has remained largely unaddressed, except by the Ministry of Foreign Affairs director in Thrace, who, in recent years, has implemented measures that are achieving a marked increase in school attendance by Romani children. Calls for the creation of an advisory board of civil society and public authorities to coordinate children's policies as well as the creation of a joint Greek‑Albanian commission to investigate the "disappearances" from a children's institution from 1998 to 2003 have gone unheeded. These are the same issues raised by the UN special rapporteur on the sale of children, child prostitution, and child pornography after a November 2005 visit. Yet, the government implemented few, if any, of the special rapporteur's recommendations.
The law provides for an independent ombudsman. While the government has denied the ombudsman access to prison facilities since 2005, the ombudsman's office otherwise provided an effective means for citizens to address human rights and religious freedom problems. While it could not inspect prisons, the widely recognized office was granted adequate resources to perform its other functions, which included mediating between private individuals and public administration and defending and promoting children's rights.
There were five deputy ombudsmen who dealt respectively with human rights, children's rights, citizen-state relations, health and social welfare, and quality of life. The Department of Human Rights received complaints in 2007 regarding the government's handling of residence and work provisions for immigrants, overcrowding in prisons and detention centers for illegal aliens, unjustified procedural difficulties in acquiring citizenship, excessive and unjustified delays in processing applications by Muslims from Thrace to recover citizenship lost under pre-1998 laws, arbitrary acceptance or denial of asylum seekers' applications, discrimination against aliens, and police brutality.
The government-funded National Commission for Human Rights is an autonomous human rights body. The commission is the government's advisory body on the protection of human rights. During the year it produced a major report on trafficking that highlighted shortcomings in the victim referral system and urged the government to make better use of NGO expertise. In addition, the commission found in 2006 that Roma remained the most discriminated against and marginalized social group in the country.
Section 5 Discrimination, Societal Abuses, and Trafficking in Persons
The constitution and the law prohibit discrimination based on race, gender, disability, language, or social status; however, the government did not respect these rights consistently in practice. Violence against women and children, trafficking in persons, and discrimination against ethnic minorities, particularly Roma, and homosexuals were problems.
Women
Rape, including spousal rape, is a crime. Conviction rates for rape were low for first-time offenders, but sentences were harsh for repeat offenders. According to the former Ministry of Public Order, there were 199 rape or attempted rape cases reported in the first nine months of the year and 176 rape suspects were arrested. In 2006, 271 rapes and attempted rapes were reported. In December 2006 an academic researcher estimated that approximately 4,500 rapes occurred annually in the country, of which only 270, or 6 percent, were reported to the police. Of the reported rapes, only 183 resulted in an arrest. Of the 47 rape cases that reached court, only 20 resulted in conviction. Medical, psychological, social, and legal support from the government and NGOs were usually available to rape victims.
Domestic violence, including spousal abuse, continued to be a problem. The law provides for "ex relatione" prosecution (prosecution by force of law without the need for a victim to press charges) for all domestic violence crimes. Penalties range from two years to 10 years, depending on the gravity of the crime.
The General Secretariat for the Equality of the Sexes (GSES), an independent government agency, estimated that only 6 to 10 percent of domestic violence victims contacted the police, and only a small fraction of those cases reached trial. The GSES claimed that police tended to discourage women from pursuing domestic violence charges, instead encouraging them to undertake reconciliation efforts, and that courts were lenient when dealing with domestic violence cases. In March the Ministry of Public Order distributed to all police stations a manual on how police should treat victims of domestic violence. The GSES, in cooperation with the Ministry of Public Order, continued courses to train police on dealing with domestic violence victims.
The GSES provided counseling and assistance to domestic violence victims. Two GSES shelters for battered women and their children, in Athens and Piraeus, offered services including legal and psychological help. The GSES operated a 24‑hour emergency telephone hot line for abused women. A unit of the Ministry of Health and Welfare also operated a hot line that provided referrals and psychological counseling. There were additional shelters operated by the municipality of Athens, the Orthodox Church, and various NGOs for domestic violence victims.
Prostitution is legal at the age of 18. Persons engaged in prostitution must register at the local prefecture and carry a medical card that is updated every two weeks. It was estimated that fewer than 1,000 women were legally employed as prostitutes. Approximately 20,000 women, most of foreign origin, were engaged in illegal prostitution. According to academics, many illegal prostitutes may be trafficking victims. While there were reports that prostitutes were abused and subjected to violence and harassment by pimps and clients, there were no reports that they were specifically targeted for abuse by police.
The law prohibits sexual harassment and provides for penalties ranging from two months to five years. However, labor unions reported that lawsuits for sexual harassment were very rare. The Center for Research on Gender Equality Issues reported that the vast majority of women who experienced sexual harassment in the workplace quit their jobs and did not file charges. The center estimated that 30 to 50 percent of working women and 10 percent of working men have experienced sexual harassment at their workplace.
Muslim women in Thrace have inferior rights to men under family law, property law, and in the judicial system since these issues are resolved under Shari'a (Muslim religious law). The government recognizes Shari'a as the law regulating family and civic issues of the Muslim minority in Thrace. The first instance courts in Thrace routinely ratified decisions of the muftis who have judicial powers in civic and domestic matters. The National Commission for Human Rights stated that the government should limit the powers of the muftis to religious duties and should stop recognizing Shari'a, because it can restrict the civic rights of the citizens to whom it is applied. In 2005 the UN high commissioner for human rights expressed concern regarding the impediments that Muslim women in Thrace face under Shari'a law. Muslim female activists claimed that because all Muslim women in Thrace were married under Shari'a, they were therefore obliged to acquire mufti consent to obtain a divorce. These decisions were based on interpretations of Shari'a law that do not exist in written form and therefore cannot be appealed. The courts routinely ratified these mufti decisions.
Aside from those of Thrace, women have rights equal to those of men and equality is guaranteed by the Constitution.
The law provides for equal pay for equal work; however, according to official 2005 statistics, women's pay amounted to 81 percent of men's pay. Although relatively few occupied senior positions, women continued to enter traditionally male‑dominated professions such as law and medicine in larger numbers. Women were underrepresented in labor union leadership.
Children
The government was committed to children's rights and welfare; however, Romani children continued to face social exclusion and lack of social services. In January the government implemented a law on family violence that among other things forbids corporal punishment of children.
The government does not issue birth certificates for immigrant children born in Greece. In July the ombudsman for human rights urged the government to start issuing special birth certificates for immigrant children and to accept them in all education, social security and social protection-related services. Without a birth certificate, immigrant children face difficulties registering for school and have to apply for residence permits when they reach the age of 18.
The law provides for free and compulsory education for a minimum of nine years. According to the 2001 census, 99.4 percent of school‑age children attended school, and most children completed secondary education. However, noncompliance with the compulsory education requirement was a significant problem in the Romani community. Research conducted by the Aghlaia Kyriakou state hospital showed that 63 percent of Romani children did not attend school. The head of a project on Roma education of the Pedagogical University of Thessaloniki stated that less than 10 percent of Romani children of northern Greece finished the nine years of compulsory education and only 3 percent were graduated from high school. There were continuing reports of non-Romani parents withdrawing their children from schools attended by Romani children and of non-Romani parents attempting to prevent Romani children from studying at the same schools that their children attended. In 2006 the European Roma Rights Center and the International Helsinki Federation expressed concern about the placement of Romani pupils in segregated classes in Aspropyrgos, Attica.
Violence against children occurred, particularly against street children. The law prohibits the mistreatment of children and sets penalties for violators, and the government generally enforced these provisions effectively; however, government-run institutions were understaffed, and NGOs complained that they did not have available positions for all children in need of alternative placement. Welfare laws provide for treatment and prevention programs for abused and neglected children and seek to ensure the availability of alternative family care or institutional placement. However, the ombudsman for children's rights claimed in March, after visiting most government residential care centers, that the institutions provided inadequate and low-quality protection for children at high risk of abuse due to a lack of coordination between welfare services and the courts, inadequate funding of the welfare system, and poor staffing of the care centers.
Child marriage was common within the Romani community. Additionally, there were limited numbers of marriages of persons under 18 among the Muslim minority in Thrace and Athens. In 2006 the Council of Europe's commissioner for human rights and the UN special rapporteur reported that they were informed of cases of both early marriages and marriages by proxy. The state-appointed muftis, who may apply Shari'a law in family matters, noted that they did not allow marriage of children under age 15. The government has youth centers, parent counseling, and programs targeted at Romani and Muslim communities that address poverty and lack of education, two factors that were believed to contribute to child marriage.
The Police Division for Internet Crime dismantled 128 networks dealing in child pornography through the Internet in the period between July 2004 and November 2007. They arrested 42 citizens identified as members of networks and charged them with buying and selling child pornographic materials. Charges against 85 other persons have been submitted and are pending in the courts. The country does not have legislation punishing possession and circulation (without selling) of pedophiliac materials. New legislation punishing possession and circulation of such materials has been submitted to the Parliament and is expected to pass by January 2008.
According to the UN Children's Fund (UNICEF) and local NGOs, the majority of street children (often indigenous Roma or Albanian Roma) were exploited by family members, who forced them to work in the streets, usually begging or selling small items. The government took few steps to prevent this exploitation.
In 2006 the ombudsman for children's rights, after several visits to a children's institution for orphans and for children from difficult family situations in Lasithi, Crete, stated that while there were some improvements, the situation remained highly problematic due to understaffing and deficient care. The ombudsman found that the institution employed four unskilled persons to care for 27 children with many personal and social problems. The ombudsman highlighted that continuing to operate the institution would be very dangerous for the children living there.
Trafficking in Persons
The law prohibits all forms of trafficking in persons; however, significant numbers of women and children and smaller numbers of men were trafficked to and within the country for the purposes of sexual exploitation and forced labor.
According to NGO estimates, there are 13,000 to 14,000 trafficking victims in the country at any given time. Major countries of origin for trafficking victims included Nigeria, Ukraine, Russia, Bulgaria, Albania, Moldova, Romania, and Belarus. Women from many other countries were trafficked to Greece and, in some cases, were reportedly trafficked on from Greece to Italy and other EU countries as well as to the Middle East.
NGOs reported a decrease in the number of Albanian children trafficked to Greece in 2006 and 2007; however, there were reports that Albanian Romani children continued to be trafficked for forced begging and stealing. Albanian children made up the majority of children trafficked for forced labor, begging, and stealing. In February 2006 the government concluded a protocol with Albania on the repatriation of Albanian child trafficking victims; however, parliament had not ratified the protocol by the end of 2007.
Women and children arrived as "tourists" or illegal immigrants and were lured into prostitution by club owners who threatened them with deportation. Unlike the previous year, there were no reports that traffickers kidnapped victims from their homes abroad and smuggled them into the country.
The law considers trafficking in persons a criminal offense and provides for imprisonment of up to 10 years and fines of approximately $14,600 to $73,000 (10,000 to 50,000 euros) for convicted traffickers. Penalties are harsher for traffickers of children. The government continued to investigate cases of trafficking and secured convictions for traffickers.
In 2007 police conducted 42 trafficking investigations (30 sexual exploitation cases, 11 labor exploitation cases and 1 illegal adoption), down from 70 in 2006. They brought charges against 121 suspected traffickers, down from 206 arrests in 2006. Twenty-five defendants (spanning nine separate multi-defendant cases), were convicted of trafficking related charges, while three were acquitted. Sentences imposed on convicted traffickers remained weak; moreover, the majority of convicted traffickers remain free on bail for five to six years while their convictions are appealed.
During the year the government participated in international investigations in cooperation with regional authorities, including the Southern European Cooperative Initiative. The Ministry of Public Order continued working on a transborder police action plan for regional antitrafficking cooperation.
Some police officers reportedly were involved in trafficking rings or accepted bribes from traffickers, including organized crime networks. During the year charges were filed against three police officers--two of them senior--relating to trafficking complicity. At year's end no trial date had been set. The former Ministry of Public Order's Bureau of Internal Affairs investigated charges of police involvement in trafficking cases. A Greek diplomat in Ukraine reportedly facilitated trafficking by issuing visas with little documentary evidence and no personal interviews to women subsequently identified as trafficking victims, according to a lawsuit filed in April 2006 by the GHM. The diplomat remained in jail awaiting trial at year's end.
While the immigration law provides for a "reflection period" for trafficking victims facing deportation, the screening and referral process did not adequately identify and protect most vulnerable potential victims. In August the National Commission for Human Rights in a special trafficking report suggested extension of the reflection period to three months. The commission also found that the current victim referral system was informal and suggested enactment of a comprehensive referral system that would include an analytical list of duties of all involved institutions in the referral process. Some trafficking victims were prosecuted for immigration violations, sometimes alongside their traffickers. A few trafficking victims and NGOs that supported them stated that inadequate police protection for victims who were witnesses in trials meant that those victims lived in constant fear of their traffickers. A few victims were provided with the reflection period and testified against their traffickers. One hundred trafficking victims were identified by government authorities in 2007, an increase over the 83 victims identified in 2006, but still below the 137 victims identified in 2005.
Police continued to detain trafficking victims who were minors as criminals or repatriated them without ensuring proper reception by their home country authorities.
During the year the government continued training programs for prosecutors and public administration officers, including social workers, psychologists, nurses, police personnel and justices. The government also conducted training programs in conjunction with international organizations, including the Council of Europe and International Organization for Migration.
Persons with Disabilities
The constitution and law prohibit discrimination against persons with physical and mental disabilities in employment, education, access to health care, or the provision of other government services, and the government effectively enforced these provisions. The law mandates access to buildings for persons with disabilities; however, authorities enforced this law poorly. In 2006 members of parliament, rapporteurs to a special parliamentary committee on the disabled, reported that the lack of accessibility forced persons with disabilities to stay home and led to serious social exclusion. Only 5 percent of public buildings were fully accessible to persons with disabilities; most buildings with special ramps did not have special elevators and lavatories. The deputy ombudsman for social welfare handled complaints related to persons with special needs, especially related to employment, social security, and transportation.
The Ministry of Welfare estimated in 2006 that there were 180,000 to 200,000 children with special education needs, of whom only 18,585 attended school in 2004 due either to a lack of special schools in their area or deficient accessibility. The National Confederation of Persons with Disabilities reported in February that the education system for persons with disabilities fostered discrimination and social exclusion and that, as a consequence, 90 percent of the children with disabilities were excluded from the mandatory 9 years of education. The confederation reiterated in 2007 that education was not available for persons with serious disabilities and that many persons with disabilities were either forced to leave schools due to lack of accessibility or were receiving very low quality education at the special schools. The confederation stated that of the 10 universities in Athens, only two were accessible to persons with disabilities.
In 2006 the deputy ombudsman reported that nearly 60 percent of persons with disabilities had been unable to gain affirmative action employment to which they were entitled because they were misinformed or inadequately informed about the supporting documents they needed to provide and because of unclear interpretations of the law itself. In December the deputy ombudsman stated that unemployment of persons with disabilities, estimated to be approximately 84 percent by the National Confederation of Persons with Disabilities and the Human Resources Employment Organization, was the greatest social problem for persons with disabilities and recommended that the government prepare new legislation to improve existing laws.
In May the ombudsman for human rights reported that 94 percent of persons confined in mental hospitals were there under a prosecutor's order. He went on to note that, in 84 percent of these cases, the decision to confine patients was not supported by a court decision as required by law. As a result, the rights of mentally ill persons were not effectively protected. The ombudsman further found that 97 percent of mentally ill persons had been transferred to mental hospitals by the police, sometimes handcuffed and escorted as "dangerous persons" rather than as patients.
National/Racial/Ethnic Minorities
Roma continued to face widespread governmental and societal discrimination including systematic police abuse; mistreatment while in police custody; regular raids and searches of their neighborhoods for criminal suspects, drugs, and weapons; educational discrimination; and forced illegal evictions. In 2006 AI criticized the government for its treatment of Roma, stating that Romani families continued to be targeted for eviction and home demolition and that Roma faced discrimination and racist attacks by both representatives of local administration and society. Other international human rights organizations and officials, including the European Committee of Social Rights, the International Helsinki Federation, the UN special rapporteur, and the Council of Europe commissioner for human rights, have identified numerous shortcomings in government policies with regard to the Romani community, including failure to provide for a sufficient number of dwellings for settled Roma or camps for Roma who follow an itinerant lifestyle, systematic eviction of Roma from sites or dwellings, segregation of Roma into substandard housing that lacked water, sanitation, and other basic services, denial of access to education for Romani children, and denial of access to health and social programs.
The law prohibits the encampment of "wandering nomads" without a permit and forces Roma to establish settlements outside inhabited areas and far from permanent housing. There were approximately 70 Romani camps in the country. Local and international NGOs charged that the enforced separation of Romani settlements from other inhabited areas contravened the country's commitments under the International Convention on the Elimination of All Forms of Racial Discrimination.
There were frequent police raids on Romani settlements and reported harsh police treatment of Roma. In March 2006 the ombudsman for human rights, after visiting areas in Athens, Patras, and Thessaloniki, reported a series of cases that reflected inherent societal and law enforcement discrimination against Roma.
Local authorities continued to harass and threaten to evict Roma from their camps or other dwellings. In June and September 2007, according to GHM, 135 Romani families were forcibly evicted, some twice within a few days, in Athens, Patras and Halkida, without the relevant procedural safeguards being respected. Hundreds of other Romani families were threatened with similar evictions in Greater Athens, Patras, Crete and Rhodes. A number of Roma in Athens and Patras were also being prosecuted for infringements of law arising from their homelessness, as well as facing lawsuits from individuals whose land they trespass due to the persistent lack of housing or a relocation site where they would be safe from eviction.
In July more Albanian Romani families living in squalid conditions in communities around Votanikos, Athens, were evicted, paid nominal sums, or threatened in order to clear the property for construction of a soccer stadium. The families were not presented with a court eviction order, and were evicted without any provision for their relocation in what the Athenian authorities referred to as a "cleaning operation." In November, the European Roma Rights Center called the evictions a "blatant violation of international human rights and housing law," and decried the fact that no provisions for adequate permanent or even temporary accommodations were made for the evicted families.
In July and August 2006, GHM and the Council of Europe commissioner for human rights reported that the Municipality of Patras demolished the homes of 18 Greek and Albanian Romani families in two settlements near the city while the owners were away for seasonal work. The municipality also served the two settlements' remaining families with notices of emergency police eviction and proceeded to conduct forced evictions.
Romani representatives reported that some local authorities refused to register Roma as residents or that the Roma were unable to satisfy overly burdensome registration requirements. Until registered with a municipality, citizens cannot vote or exercise other civil rights, such as contributing to social security or obtaining a marriage, commercial, or driver's license. It was estimated that 90 percent of Roma were not covered by the social security system because they were unable to make the required contributions. Indigent Roma were entitled to free health care provided all citizens; however, at times, the distance between encampments and public health facilities hindered their access.
Government ministries continued projects to address the chronic problems of the Romani community, including training courses for civil servants, police, and teachers to increase their sensitivity to Romani problems; the development of teaching materials for Romani children; the establishment of youth centers in areas close to Romani communities; and the deployment of mobile health units and community social workers to address the needs of itinerant Roma. However, Romani community representatives reported that these programs either did not always reach their communities or were of limited effectiveness.
Neo-Nazi groups reportedly launched two attacks during the year against immigrants. Five Pakistanis were injured and one was hospitalized at an attack on November 30 on a western Athens house rented by Pakistani immigrant workers. The Greek-speaking neo-Nazi skinheads entered the house after kicking and smashing doors and windows. A similar attack took place in October but without injuries. Police did not find the perpetrators and said that it was investigating the allegations. No results were announced by year's end.
Albanian immigrants, who made up approximately 5 to 7 percent of the population, faced widespread societal discrimination, although Albanian community representatives said that it was slowly decreasing. Immigrants accused police of physical, verbal, and other mistreatment. They also reported the confiscation and destruction of personal documents, particularly during police sweeps to apprehend illegal immigrants. AI, the GHM, and the deputy ombudsman for human rights alleged that complaints of police mistreatment of Albanians were rejected as unfounded, although their authenticity was supported by documents such as certificates from state hospitals concerning recent injuries and issued shortly after the complainants' release from police stations.
Community leaders reported that it was difficult for ethnic Albanians, and others, to be granted citizenship, even after all objective citizenship requirements had been met. In June Albanian immigrants living in Thessaloniki complained to the ombudsman about the long waiting list and obstacles in their efforts to obtain or renew a residence permit in Greece. Many Albanians hold only a temporary document that proves they have applied for a permit but does not allow them to travel to Albania.
Government procedures for granting citizenship are confidential, and the Ministry of Interior is not obliged to explain the reasons for rejecting an application. Community leaders noted that the ministry rejected the applications of immigrants who believed they met all citizenship criteria. Reapplication is discouraged by the $1,400 (1,000 euros) nonrefundable application fee. During the year the ombudsman for human rights noted that delays in the citizenship procedures were excessive and unjustified. In one case, a woman's application has been pending since 1991.
A number of citizens identified themselves as Turks, Pomaks (Slavic speaking Muslims), Vlachs, Roma, Arvanites (Orthodox Christians who speak a dialect of Albanian), or Macedonians. While some members of these groups sought to be identified as "minorities," or "linguistic minorities," others did not consider that these identifications made them members of a "minority." The government considers that the 1923 Treaty of Lausanne provides the exclusive definition of minorities in the country and defines the rights they have as a group. In accordance with this view, the government recognizes only a "Muslim minority." It does not officially confer status on any indigenous ethnic groups nor does it recognize "ethnic minority" or "linguistic minority" as legal terms. However, the government affirmed an individual right of self-identification.
Many individuals who defined themselves as members of a "minority" found it difficult to express their identity freely and maintain their culture. Use of the terms Tourkos and Tourkikos ("Turk" and "Turkish") is prohibited in titles of organizations, although individuals legally may call themselves Tourkos. To most Greeks, the words Tourkos and Tourkikos connote Turkish identity or loyalties, and many objected to their use by Greek citizens of Turkish origin.
Some members of the Pomak community claimed they were pressured by members of the Turkish speaking community to deny the existence of a Pomak identity as separate from a Turkish identity.
The government did not recognize the Slavic dialect spoken by persons in the northwestern area of the country as "Macedonian," or as a language distinct from Bulgarian. Most speakers of the dialect referred to themselves as "natives." A small number of Slavic speakers insisted on using the term "Macedonian," a designation that generated strong opposition from the ethnic Greek population. These Slavic speakers claimed that the government pursued a policy designed to discourage use of their language. Government officials and the courts denied requests by Slavic groups to identify themselves using the term "Macedonian," because approximately 2.2 million ethnic (and linguistically) Greek citizens already use the term to identify themselves.
Other Societal Abuses and Discrimination
The NGO Greek Homosexual Community (EOK) alleged that police often abused and harassed homosexuals and transvestites and subjected them to arbitrary identity checks and bodily searches in public places.
There were no reports of discrimination against persons with HIV/AIDs.
Section 6 Worker Rights
a. The Right of Association
The law provides that all workers, with the exception of members of the military, have the right to form and join unions of their choice without any previous authorization or excessive requirements, and workers exercised this right. Approximately 26 percent of nonagricultural salaried employees were union members. Approximately 30 percent of the total labor force was unionized. There were no unionized agricultural employees.
b. The Right to Organize and Bargain Collectively
The law allows unions to conduct their activities without interference, and the government protected this right in practice. The law generally provides for the right to bargain collectively in the private sector and in public corporations, and unions exercised this right freely. The law provides for the right to strike, and workers in the private sector and in public corporations exercised this right in practice. Police have the right to organize and demonstrate but not to strike.
There are some legal restrictions on strikes, including a mandatory notice period of four days for public utilities and 24 hours for the private sector. The law mandates a skeleton staff during strikes affecting public services. Courts may declare a strike illegal; however, such decisions were seldom enforced. Unions complained that this judicial power deterred some of their members from participating in strikes. Courts declared some strikes (of transportation workers, air traffic controllers, garbage collectors, and others) illegal during the year for reasons such as failure of the union to give adequate advance notice of the strike or a union making new demands during the course of the strike, but no workers were prosecuted for striking.
c. Prohibition of Forced or Compulsory Labor
The law prohibits all forced or compulsory labor, including by children; however, there were reports that women, children, and occasionally men were trafficked for commercial sexual exploitation or labor.
d. Prohibition of Child Labor and Minimum Age for Employment
The laws protect children from exploitation in the workplace and prohibit forced or compulsory labor; however, the government did not adequately protect children, including Roma, who were trafficked for commercial sexual exploitation as well as exploited in nontraditional environments, such as begging on the street.
The minimum age for employment in the industrial sector is 15 years, with higher limits for some activities. The minimum age is 12 years in family businesses, theaters, and the cinema. These limits were enforced by occasional spot checks and were generally observed. However, families engaged in agriculture, food service, and merchandising often had younger family members assisting them at least part-time.
Child labor was a problem, although international and local observers agreed that the number of working children had decreased in recent years. A number of children begged or tried to sell small items in the streets. The government and NGOs reported that the majority of beggars were either indigenous or Albanian Roma.
Local children's advocates estimated that a large number of the 150,000 children under 18 years of age who dropped out of school every year ended up in the labor market, often under squalid conditions.
There were reports that children from Albania were trafficked and forced to beg; however, antitrafficking NGOs reported a decrease in this abuse as more Albanian parents entered the country legally with their children. Some parents forced their children to beg for money or used their children as props while begging for money.
The labor inspectorate is responsible for enforcement of labor legislation; however, trade unions alleged that enforcement was inadequate due to serious labor inspectorate understaffing.
e. Acceptable Conditions of Work
The national minimum wage of approximately $42 (29 euros) daily and $960 (658 euros) monthly provided a decent standard of living for a worker and family. Officially, wages should be the same for local and foreign workers, but in practice there were reports of undocumented foreign workers being exploited by employers, receiving low wages and making no social security contributions.
The maximum legal workweek is 40 hours in the private sector and 37.5 hours in the public sector. The law provides for at least one 24‑hour rest period per week, mandates paid vacation of one month per year, and sets limits on overtime. Premium pay and authorization by the Ministry of Employment is required by law for overtime work.
The law provides for minimum standards of occupational health and safety. The Greek General Confederation of Labor characterized health and safety laws as satisfactory but stated that enforcement by the labor inspectorate was inadequate. Workers do not have the legal right to remove themselves from situations that they believe endanger their health; however, they have the right to lodge a confidential complaint with the labor inspectorate. Inspectors have the right to close down machinery or a process for up to five days if they see safety or health hazards that they believe represent an imminent danger to the workers.


Updates Frequent Questions Contact Us Email this Page Subject Index SearchThe Office of Electronic Information, Bureau of Public Affairs, manages this site as a portal for information from the U.S. State Department. External links to other Internet sites should not be construed as an endorsement of the views or privacy policies contained therein.About state.gov Privacy Notice FOIA Copyright Information Other U.S. Government Information
Published by the U.S. Department of State Website at http://www.state.gov maintained by the Bureau of Public Affairs.

Συνεργάτες